Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δούρατος

См. также в других словарях:

  • δούρατος — δόρυ stem neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… …   Dictionary of Greek

  • πασαδούρος — ο ναυτ. κοινή ονομασία για κάθε σχοινί που βρίσκεται κάτω από τις σταυρωτές κεραίες ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσα + αρχ. δούρος «δοκάρι πλοίου» (πρβλ. δόρυ, δούρατος)] …   Dictionary of Greek

  • ριζαδούρος — ο, Ν ναυτ. το παράξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αρχ. δοῦρος «δοκάρι πλοίου» (δόρυ, δούρατος), πρβλ. πασα δούρος] …   Dictionary of Greek

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»