Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Δορίμαχος

См. также в других словарях:

  • Δορίμαχος ή Δορύμαχος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Αιτωλός στρατηγός. Ήταν γιος του Νικόστρατου. Το 221 π.Χ. στάλθηκε να βοηθήσει τους Φιγαλιείς εναντίον των Σπαρτιατών· στην πραγματικότητα, ωστόσο, στόχος της αποστολής ήταν να παρακολουθεί από τη Φιγαλία τις κινήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Δοριμάχου — Δορίμαχος fighting with the spear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριμάχου — δορίμαχος fighting with the spear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dorimachos — (griechisch Δορίμαχος) war ein Stratege des Aitolischen Bundes. Gemeinsam mit Skopas siegte er 221/220 v. Chr. gegen den Messenischen Bund und plünderte 220/219 Epirus, wo er das Zeusheiligtum von Dodona in Brand steckte. Um König Philipp V. von… …   Deutsch Wikipedia

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»