-
1 δουλεία
A slavery, bondage, ll. cc., A.Th. 253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag. 360(anap.), S.Aj. 944(lyr.);δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V. 602
; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8;ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R. 469c
; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9.II collectively, slaves, ; ἢν.. ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23;ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg. 776d
;τὰς.. Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol. 1264a36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεία
-
2 δουλαπατία
δουλ-ᾰπᾰτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλαπατία
-
3 δουλάριον
δουλ-άριον, τό, Dim. of δούλη, Ar.Th. 537, Metag.19, etc.; not used of male slaves, acc. to Luc.Lex.25, but cf. Arr.Epict.2.21.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλάριον
-
4 δούλειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλειος
-
5 δουλέκδουλος
δουλ-έκδουλος, ὁ,A a born slave, Seleuc. ap. Ath.6.267c, D.S.10 Fr.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλέκδουλος
-
6 δουλελεύθερος
δουλ-ελεύθερος, ὁ,A freedman, Vett.Val.7.8, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλελεύθερος
-
7 δούλεος
Aδούλειος, δ. δεσμὰ γυναικῶν A.R.Fr.12.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλεος
-
8 δούλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλευμα
-
9 δούλευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλευσις
-
10 δουλευτέον
A one must be a slave, , Ba. 366;οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλευτέον
-
11 δουλευτός
A servile, Al.Le.23.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλευτός
-
12 δουλεύτρια
δουλ-εύτρια, ἡ,A female attendant, Eust.1661.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεύτρια
-
13 δουλεύω
A to be a slave, Hdt.2.56, And.1.138, Pl.Lg. 777d, etc.;παρά τινι D.18.129
: c. acc. cogn.,δουλείαν δ. X.Mem.3.12.2
, Pl.Smp. 183a, al.2 serve, be subject,τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δ. δίχα A.Pr. 927
, etc.; δ. ζεύγλαις ib. 463;τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς νόμοις Pl.Lg. 698b
; , etc.; δ. γαστρί, ὕπνῳ, λαγνείᾳ, X. Mem.1.6.8; κεναῖς δόξαις Polystr.p.29 W.; τῇ γῇ δ. make oneself a slave to one's land, i. e. give up rights that one may keep it, Th.1.81; soδ. τῇ κτήσει αὐτοῦ Pl.R. 494d
;δουλεύομεν δόξαισιν Philem.93.8
; δ. τῷ καιρῷ accommodate oneself to the occasion, AP9.441 (Pall.);θυμῷ Hdn.1.17.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεύω
-
14 δουλία
-
15 δουλίδιον
A s.v. θεράπνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλίδιον
-
16 δουλικός
Aὅπλον X.Cyr.7.4.15
([comp] Sup.);διακονήματα Pl.Tht. 175e
; ἔργον Araros18;δ. καὶ ταπεινὰ πράγματα ποιεῖν D.57.45
;- ώτεροι τὰ ἤθη Arist.Pol. 1285a20
; δ. πόλεμος slave-war, Plu.Crass.10. Adv.- κῶς Phryn.Com.2D.
, X.Oec.10.10: [comp] Comp.- ώτερον Arr.Epict.4.1.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλικός
-
17 δούλιος
A slavish, servile, in Hom. only δούλιον ἦμαρ the day of slavery, Il.6.463, al., cf. IG12.763; ἐσθῆτι δουλίῃ ( δουληΐῃ is f. l.) Hdt.3.14;δ. ζυγόν Id.7.8
.γ, A.Ag. 953, Th. 471;δ. τροφή S.Aj. 499
.2 of a slave, δ. φρήν a slave's mind, A.Ag. 1084 (lyr.); ἔργον (prob.) PGrenf.2.78.11 (iv A. D.).—In a few places the [voice] Med. Ms. of A. gives δούλειος (Th.75, 471, 793), but the metre freq. requires δούλιος (Pers.50 (anap.), Ag. 953, 1041, al., so in S.Aj. 499), never δούλειος: in E., however, δούλειος is certainly required (v. sub v.). The common form in [dialect] Att. Prose is δουλικός, and δοῦλος is used as Adj. in same sense.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλιος
-
18 δουλίς
-
19 δουλόω
A enslave, Hdt.1.27; , cf. S.Tr. 467;δ. φρόνημα Th.2.61
:—mostly in [voice] Pass., to be enslaved, ὑπὸ Πέρσῃσι, ὑπὸ Ἁρπάγου, Hdt.1.94, 174, cf. Th.1.98; αἱ ψυχαὶ δεδούλωνται Hp.Aër.23; δεδουλωμένοι τῇ γνώμῃ, τὴν γνώμην ἐδουλοῦντο, Th.4.34, 7.71;ἐλεύθερος πᾶς ἑνὶ δεδούλωται, νόμῳ Men.699
, cf Sam. 280:—[voice] Med. (with [tense] pf.δεδουλῶσθαι Th.6.82
), make subject to oneself, enslave, Id.1.18, 5.29, 7.68,75, Pl.Mx. 239d;τὸν ἥσσονα δουλούμεθ' ἄνδρα E.Supp. 493
; ;τὸ ἑαυτοῦ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ.. δουλοῦται Id.R. 589e
. -
20 δούλωσις
A enslavement, Th.3.10, Plu.Publ.21, D.C.53.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δούλωσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Sklaverei bei Homer — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr) zahlreiche Hinweise über unfreie… … Deutsch Wikipedia
Sklaverei in den homerischen Epen — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr.) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr.) zahlreiche Hinweise… … Deutsch Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] … Dictionary of Greek
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… … Православная энциклопедия
ИОАНН III — († ранее 14.08.1091), митр. Киевский. Согласно Начальному летописному своду и «Повести временных лет», вскоре после смерти митр. Иоанна II, в 1089 г., по видимому осенью, дочь киевского кн. Всеволода (Андрея) Ярославича прп. Анна (Янка)… … Православная энциклопедия