-
1 κακοποιός
κακοποιόςdoing ill: masc /fem nom sg -
2 κακοποιός
1 maleficent, mischievousπάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
3 κακοποιός
κακοποιός, όν (s. prec. entry; Pind. et al.; Hippol.) pert. to doing evil (Aristot., EN 4, 9 p. 1125a, 18f; Polyb. 15, 25, 1; Sallust. 9 p. 18, 19; Pr 12:4; AscIs 3:13; Ar. 13, 6 [fem.]) subst. evil-doer, criminal (schol. on Nicander, Alex. 569; PMich 149 [II A.D.], 10; 16 al.; Pr 24:19) J 18:30 v.l.; 1 Pt 2:12; 3:16 v.l.; 4:15 (on support for the sense sorcerer s. ESelwyn comm. ad loc.). Opp. ἀγαθοποιός 2:14 (Artem. 4, 59 p. 238, 9; 11).—M-M. TW. -
4 κακοποιός
-ός,-όν + A 0-0-0-2-0=2 Prv 12,4; 24,19*Prv 12,4 κακοποιός bad, evil-שׁבא for MT השׁמבי שׁבו she who brings shame→TWNT -
5 κακοποιός
κᾰκοποι-ός, όν,A doing ill, mischievous,ὄνειδος Pi.N. 8.33
; σκεῦος, of a man, Plb.15.25.1; κακοποιοί evil-doers, Arist.EN 1125a18; esp. of poisoners and sorcerers, 1 Ep.Pet.4.15; of things, noxious,Χυλός Thphr.CP2.6.4
, etc.; (i B.C.); τὸ κ. [ τῆς ὕλης] Arist.Ph. 192a15: Astrol., maleficent, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοποιός
-
6 κακοποιός
1) crook2) malefactorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κακοποιός
-
7 κακοποιόν
κακοποιόςdoing ill: masc /fem acc sgκακοποιόςdoing ill: neut nom /voc /acc sg -
8 κακοποιοί
κακοποιόςdoing ill: masc /fem nom /voc pl -
9 κακοποιούς
κακοποιόςdoing ill: masc /fem acc pl -
10 κακοποιά
κακοποιόςdoing ill: neut nom /voc /acc pl -
11 κακοποιέ
κακοποιόςdoing ill: masc /fem voc sg -
12 κακοποιώ
κακοποιέωdo ill: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κακοποιέωdo ill: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut dat sg -
13 κακοποιοίς
κακοποιέωdo ill: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut dat pl -
14 κακοποιοῖς
κακοποιέωdo ill: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut dat pl -
15 κακοποιού
κακοποιέωdo ill: pres imperat mp 2nd sg (attic)κακοποιέωdo ill: imperf ind mp 2nd sg (attic)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut gen sg -
16 κακοποιοῦ
κακοποιέωdo ill: pres imperat mp 2nd sg (attic)κακοποιέωdo ill: imperf ind mp 2nd sg (attic)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut gen sg -
17 κακοποιών
κακοποιέωdo ill: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut gen pl -
18 κακοποιῶν
κακοποιέωdo ill: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κακοποιόςdoing ill: masc /fem /neut gen pl -
19 δαίμων
a godI ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν; N. 5.16ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις δαιμόνων βουλαῖς I. 4.19
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
( Αἰακός)ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24
II specifically.φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39
“ οἰοπόλος δαίμων” (ὁ Τρίτων. Σ.) P. 4.28 ξεινοδόκησέν τε δαίμων fr. 311.III sing. heaven, godsτύχᾳ μὲν δαίμονος O. 8.67
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τὰ δοὐκ ἐπἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἔκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων P. 12.30
σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12
θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δἄισος I. 7.43
b genius, guardian spirit, fortuneλτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28
εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι O. 13.105
δαίμων δἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (ὁ κακοποιός, ὡς πρὸς τὸν ἀγαθόν. Σ.) P. 3.34τὸν δἀμφέποντ' αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.109
Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. Αἴγινα) Pae. 6.131 -
20 ἕτερος
a another, any otherἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
pro subs., another, others,ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37b the other, remainder ofἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96
c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κακοποιός — doing ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοποιόν — κακοποιός doing ill masc/fem acc sg κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιοί — κακοποιός doing ill masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιούς — κακοποιός doing ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιά — κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιέ — κακοποιός doing ill masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιῷ — κακοποιός doing ill masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
κακότροπος — η, ο (ΑΜ κακότροπος, ον) αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος μσν. 1. κακοποιός 2. άξεστος, αγροίκος 3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον κακή διάθεση, δυστροπία μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek