-
1 δολοφραδής
δολο-φρᾰδής, ές,A wily-minded, h.Merc.282, Pi.N.8.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοφραδής
См. также в других словарях:
ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] … Dictionary of Greek