Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δοάν

См. также в других словарях:

  • δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… …   Dictionary of Greek

  • ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»