-
1 -πλάσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > -πλάσιος
-
2 πλάσιος
πλάσιςmoulding: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
3 πεντα-πλάσιος
πεντα-πλάσιος, ion. - πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.
-
4 ποσα-πλάσιος
ποσα-πλάσιος, wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
-
5 πολυ-πλάσιος
πολυ-πλάσιος, = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
-
6 πολλα-πλάσιος
πολλα-πλάσιος, ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προςτάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῠ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.
-
7 τρι-πλάσιος
τρι-πλάσιος, = τριπλασίων; Ar. Ach. 88; τινός, Plat. Polit. 257 a; τῆς τιμῆς τριπλάσιον Legg. XI, 916 d; τριπλασίαν δύναμιν εἶχε Xen. An. 7, 4, 21, sc. τῆς προτέρας, od. mit ἤ, καὶ τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιϑέμενοι Dem. 42, 31.
-
8 τριᾱκοντα-πλάσιος
τριᾱκοντα-πλάσιος, = Folgdm.
-
9 τετρα-πλάσιος
τετρα-πλάσιος, vierfach, viermal so viel wie, τινός, Plat. Legg. IX, 878 c u. öfter, u. Folgde.
-
10 τοσαυτα-πλάσιος
τοσαυτα-πλάσιος, so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
-
11 χῑλιο-πλάσιος
χῑλιο-πλάσιος, adv. χιλιοπλασίως, = Folgdm, Themist., adv. LXX.
-
12 εἰκοσα-πλάσιος
εἰκοσα-πλάσιος, zwanzigfach, Plut. fac. orb. lun. 10.
-
13 δω-δεκα-πλάσιος
δω-δεκα-πλάσιος, α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.
-
14 δι-πλάσιος
δι-πλάσιος, α, ον, ion. διπλήσιος, doppelt, doppelt so groß, von der Zahl; διπλοῠς von der Ausdehnung, nach Ammon.; – absolut, Thuc. 2, 76 u. Folgde; τινός, als, Plat. Charm. 168 c u. sonst; auch mit folgendem ἤ, Her. 6, 57; Thuc. 1, 10; Isocr. 4, 107; Plat. Rep. VII, 539 e; διπλασίαν ἐκτίνειν u. ä., sc. ζημίαν, das Doppelte der Strafe erlegen, Legg. VI, 765 b; Dem. 24, 105; – τὸ διπλάσιον, die doppelte Zahl, Her. 7, 103; der doppelte Preis, Theocr. 12, 26. – Adv., Ar. Av. 1528 u. Folgde.
-
15 δεκα-πλάσιος
δεκα-πλάσιος, α, ον, zehnfach, Lys. 19, 35; ἀλγη-δόνες δεκαπλάσιαι Plat. Rep. X, 615 b; τὴν δεκαπλασίαν, sc. τιμὴν καταδικάζειν, das Zehnfache als Strafe, Dem. 24, 105; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω Plat. Legg. XI, 914 c; – τινός, zehnmal größer als, Pol. 22, 5, 15.
-
16 μῡριο-πλάσιος
μῡριο-πλάσιος, zehntausendfältig, unzählig vielmals mehr; Xen. Oec. 8, 22; Arist. Eth. 7, 6; auch adv., Clem. Al.
-
17 ἀ-πειρο-πλάσιος
ἀ-πειρο-πλάσιος, unendlich vielfach, Sp.
-
18 ὀκτα-πλάσιος
ὀκτα-πλάσιος, achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.
-
19 ὁποσα-πλασιος-οῦν
ὁποσα-πλασιος-οῦν, wie vielfältig auch immer, Arist. phys. 3, 42.
-
20 ὁποσα-πλάσιος
ὁποσα-πλάσιος, wie vielfältig, Sp.
См. также в других словарях:
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
πλάσιος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πλησίος … Dictionary of Greek
πλάσιος — πλάσις moulding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
εξηκονταπλάσιος — α, ο εξήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + πλάσιος πρβλ. εννεα πλάσιος, πολλα πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλάσιος — α, ο μαθ. (για αριθμούς) αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλάσιος (< πολλά [βλ. λ. πολύς] + πλάσιος [βλ. λ. διπλάσιος])] … Dictionary of Greek
μυριοπλάσιος — μυριοπλάσιος, ον (ΑΜ) απειροπλάσιος, πολλαπλάσιος («μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου», Αριστοτ.). επίρρ... μυριοπλασίως (ΑΜ, Μ και μυριοπλάσια) πάρα πολλές, άπειρες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. πλάσιος… … Dictionary of Greek
πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek