-
1 δεκαπλασιος
2(ᾰ) удесятеренный, десятикратный Plat.δ. τοῦ νῦν ὁπάρχοντος Polyb. — вдесятеро больший ныне существующего
-
2 διπλασιος
(ᾰ), ион. διπλήσιος 2удвоенный, двойной Thuc., Arst.; вдвое большийδιπλασίοις ἐλάττω (τὰ χρήματα) Dem. — вдвое меньшая сумма денег -
3 δωδεκαπλασιος
-
4 εικοσαπλασιος
-
5 εξαπλασιος
-
6 εξκαιπεντηκονταπλασιος
-
7 επτακαιεικοσαπλασιος
-
8 επταπλασιος
-
9 μυριοπλασιος
-
10 οκταπλασιος
-
11 πενταπλασιος
-
12 πολλαπλασιος
ион. πολλαπλήσιος 3многократный, во много или несколько раз большийπολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. — вернуть сторицей;
πολλαπλάσιον πρὸς πολλοστημόριον Arst. — отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т.е. произведения к своему сомножителю);ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. — (численно) в несколько раз превосходящие противников;ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. — в многократном отношении, т.е. в геометрической прогрессии -
13 ποσαπλασιος
3(λᾰ) во сколько раз большийἀλλὰ π. ; - Τετραπλάσιος Plat. — во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо
-
14 τετραπλασιος
-
15 τοσαυταπλασιος
-
16 τριπλασιος
3(ᾰ) утроенный, тройнойτ. τινος Arph., Plat. — втрое больше кого(чего)-л.;
τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. — иметь втрое больше войска
См. также в других словарях:
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
πλάσιος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πλησίος … Dictionary of Greek
πλάσιος — πλάσις moulding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
εξηκονταπλάσιος — α, ο εξήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + πλάσιος πρβλ. εννεα πλάσιος, πολλα πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλάσιος — α, ο μαθ. (για αριθμούς) αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλάσιος (< πολλά [βλ. λ. πολύς] + πλάσιος [βλ. λ. διπλάσιος])] … Dictionary of Greek
μυριοπλάσιος — μυριοπλάσιος, ον (ΑΜ) απειροπλάσιος, πολλαπλάσιος («μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου», Αριστοτ.). επίρρ... μυριοπλασίως (ΑΜ, Μ και μυριοπλάσια) πάρα πολλές, άπειρες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. πλάσιος… … Dictionary of Greek
πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek