-
1 τοσαυτα-πλάσιος
τοσαυτα-πλάσιος, so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
-
2 τοσαυταπλάσιος
A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also [suff] τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαυταπλάσιος
-
3 τοσαυταπλάσιος,
τοσαυτα-πλάσιος, u. τοσαυτα-πλασίων, ονος, so vielfach, so viel Male mehr -
4 τοσαυταπλασίων
τοσαυτα-πλάσιος, u. τοσαυτα-πλασίων, ονος, so vielfach, so viel Male mehr -
5 τοσαυταπλασιος
См. также в других словарях:
τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek