-
1 διακοσιοι
-
2 διακόσιοι
{прил., 8}Ссылки: Мк. 6:37; Ин. 6:7; 21:8; Деян. 23:23; 27:37; Откр. 11:3; 12:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακόσιοι
-
3 διακόσιοι
{прил., 8}Ссылки: Мк. 6:37; Ин. 6:7; 21:8; Деян. 23:23; 27:37; Откр. 11:3; 12:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακόσιοι
-
4 διακόσιοι
ες [αϊ], α αριθ. двести -
5 διακόσιοι
двести.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διακόσιοι
-
6 διακόσιοι
-
7 διακόσιοι
[дьякосьи] αριθμ ж^в. двести. -
8 διηκοσιοι
-
9 απολειπω
1) оставлять нетронутым(σάρκας Hom.)
ἀπολείπεται λέγειν Diog.L. — остается сказать2) тж. med. оставлять после себя(πυραμίδα Her.)
3) оставлять, покидать, бросать(δόμον Hom.; ξυμμαχίαν Thuc.; ἄνδρα Dem., Plut.)
ὅθεν ἀπέλιπες ἀποκρίνου Plat. — продолжай отвечать с того места, на котором ты остановился4) расставаться (с чем-л.), терять(ψυχάν Pind.; βίον Soph.; νέαν ἁμέραν Eur.)
; pass. не иметь, быть лишенным(τινος Soph., Plat.)
τῶν πρὴν ἀπολειφθεὴς φρενῶν Eur. — впавший в безумие;μεγάλης ἡδονῆς ἀπολελεῖφθαι Plut. — лишиться большого удовольствия5) оставлять в стороне, обходить молчанием(συχνά Plat.)
ἀπολειφθῆναί τινος Dem. — быть в неведении относительно чего-л.6) тж. med. оставлять позади, обгонять(τινα Lys., Xen.)
ἀ. τινὰ περί τι Isocr. — превосходить кого-л. в чем-л.;pass. — уступать (ἔν τινι Isocr.) и отставать Xen., Plat.πολὺ ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας Her., Polyb.; — быть далеким от истины7) отстоять, не достигатьἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀ. τρεῖς δακτύλους Her. — быть размером в четыре пехия без трех дактилей;
βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι Thuc. — их было почти двести;ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντες ὡς πλέθρον Xen. — следовать на дистанции приблизительно в плетр;ἥ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plut. — город чуть не обезлюдел;ἀπολείπεσθαι καιροῦ Isocr., Dem.; — упускать благоприятный момент8) уходить, удаляться(ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc.)
9) уменьшаться, убывать(ὅ Νεῖλος ἀπολείπει Her.; ἥ σελήνη ἀπολείπει Arst.)
καρπὸς οὐκ ἀπολείπει Hom. — плоды не переводятся10) увядать(ἄνθος ἀπολείπει Xen.)
11) падать духом(ἀθύμως ἔχειν καὴ ἀ. Xen.)
-
10 1250
{прил., 8}Ссылки: Мк. 6:37; Ин. 6:7; 21:8; Деян. 23:23; 27:37; Откр. 11:3; 12:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1250
См. также в других словарях:
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
διακόσιοι — διᾱκόσιοι , διακόσιοι two hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσιοι, -ιες, -ια — αυτοί που απαρτίζονται από δύο εκατοντάδες ή είκοσι δεκάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διηκοσίων — διακόσιοι two hundred fem gen pl (epic ionic) διακόσιοι two hundred masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσιέων — διακόσιοι two hundred masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίαις — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίοις — διακόσιοι two hundred masc/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίοισι — διακόσιοι two hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίους — διακόσιοι two hundred masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίῃσι — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίῃσιν — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)