-
1 πυραμίδα
[-ις (-ίδος)] η пирамида -
2 πυραμίδα
[пирамида] ουσ θ пирамида. -
3 απολειπω
1) оставлять нетронутым(σάρκας Hom.)
ἀπολείπεται λέγειν Diog.L. — остается сказать2) тж. med. оставлять после себя(πυραμίδα Her.)
3) оставлять, покидать, бросать(δόμον Hom.; ξυμμαχίαν Thuc.; ἄνδρα Dem., Plut.)
ὅθεν ἀπέλιπες ἀποκρίνου Plat. — продолжай отвечать с того места, на котором ты остановился4) расставаться (с чем-л.), терять(ψυχάν Pind.; βίον Soph.; νέαν ἁμέραν Eur.)
; pass. не иметь, быть лишенным(τινος Soph., Plat.)
τῶν πρὴν ἀπολειφθεὴς φρενῶν Eur. — впавший в безумие;μεγάλης ἡδονῆς ἀπολελεῖφθαι Plut. — лишиться большого удовольствия5) оставлять в стороне, обходить молчанием(συχνά Plat.)
ἀπολειφθῆναί τινος Dem. — быть в неведении относительно чего-л.6) тж. med. оставлять позади, обгонять(τινα Lys., Xen.)
ἀ. τινὰ περί τι Isocr. — превосходить кого-л. в чем-л.;pass. — уступать (ἔν τινι Isocr.) и отставать Xen., Plat.πολὺ ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας Her., Polyb.; — быть далеким от истины7) отстоять, не достигатьἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀ. τρεῖς δακτύλους Her. — быть размером в четыре пехия без трех дактилей;
βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι Thuc. — их было почти двести;ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντες ὡς πλέθρον Xen. — следовать на дистанции приблизительно в плетр;ἥ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plut. — город чуть не обезлюдел;ἀπολείπεσθαι καιροῦ Isocr., Dem.; — упускать благоприятный момент8) уходить, удаляться(ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc.)
9) уменьшаться, убывать(ὅ Νεῖλος ἀπολείπει Her.; ἥ σελήνη ἀπολείπει Arst.)
καρπὸς οὐκ ἀπολείπει Hom. — плоды не переводятся10) увядать(ἄνθος ἀπολείπει Xen.)
11) падать духом(ἀθύμως ἔχειν καὴ ἀ. Xen.)
-
4 οικοδομεω
1) сооружать, строить, воздвигать(πυραμίδα, τεῖχος, γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν νεών Arst.)
2) перен. строить, создавать(φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.)
3) назидать, наставлять(πάντα ἔξεστιν, ἀλλ΄ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT.)
οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT. — быть поощряемым к чему-л.
См. также в других словарях:
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
πυραμίδα — η 1. στερεό γεωμετρικό σώμα με πολυγωνική βάση και έδρες τριγωνικές. 2. κάθε κατασκεύασμα σε σχήμα πυραμίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυραμίδα — πῡραμίδα , πυραμίς pyramid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιμχοτέπ — (28ος αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας της αρχαίας Αιγύπτου, ο οποίος διακρίθηκε και ως ανώτατος δικαστικός, ποιητής, λογοτέχνης και φιλόσοφος. Έζησε κατά την περίοδο της 3ης Δυναστείας των Φαραώ. Αναφέρεται και ως Ιμχοτπού. Ανώτατος διοικητής αρχικά,… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
Επτά θαύματα — Επτά αρχιτεκτονικά έργα της αρχαιότητας που ονομάζονταν έτσι λόγω του μεγέθους και του κάλλους τους. Τα έργα ήταν η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σακκάρα — Φαραωνική νεκρόπολη της Αιγύπτου, σε μικρή απόσταση από τη Μέμφιδα. Οι αρχαιότεροι τάφοι ανήκουν σε βασιλιάδες και ανώτερους αξιωματούχους της A’ δυναστείας. Το επιβλητικότερο νεκρικό συγκρότημα είναι του Φαραώ Ζόσερ ή Ζοσέρ της Γ’ δυναστείας,… … Dictionary of Greek
Τσολούλα — Πόλη (περ. 12.000 κάτ.), αρχαιολογικό κέντρο του Μεξικού γνωστό για την εκεί πυραμίδα (67 μ. ύψος, 475 μ. μήκος) που ανάγεται στην εποχή του τεοτιχουακάν. Η πυραμίδα αυτή, γνωστή με το όνομα Τερανάπα, έχει στην κορυφή της έναν χρστιανικό ναό, το… … Dictionary of Greek