-
1 πειράω
πειράω, 1) im act., versuchen, sich bemühen, unternehmen, streben; πειρήσω, ὥς κ' ὔμμι κακὰς ἐπὶ Κῆρας ἰήλω, Od. 2, 316; so mit ὡς vrbdn Il. 4, 66. 71. 9, 181. 21, 459; τάχιστα πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, Od. 4, 545; – c. inf., τῷ μὲν ἐγὼ πειρήσω ἀλαλκεῖν μ υίας, Il. 19, 30, wie 8, 8; Soph. ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, O. R. 399, vgl. O. C. 1278; Ar. Equ. 515; Her. 6, 84; – c. gen., einen Versuch an Einem machen, ihn auf die Probe stellen, μή μευ πειράτω, Il. 9, 345, versuche mich nicht zu überreden, 24, 433; auch im feindlichen Sinne, es im Kampfe mit Einem aufnehmen, vom Löwen gesagt μήλων πειρήσοντα, Il. 12, 301 Od. 6, 134; ἐπείρα εὐνᾶς, Pind. N. 5, 30; eben so πόλιος πειρᾶν, sich an eine Stadt machen u. versuchen, ob man sie einnehmen kann, Her. 6, 82; χωρίου, einen Versuch, Angriff auf einen Platz machen, Thuc. 1, 61, vgl. 4, 70; τῶν τειχῶν πειρᾶν, 7, 12; auch ἐπὶ κώμην, einen Angriff machen auf, 4, 43; Eur. vrbdt auch εἰ Χάριτες πειρῶσί με, Cycl. 577. – Auch versuchen zu verführen, in Versuchung führen, setzen, κόρην, γυναῖκα πειρᾶν, zur Unzucht zu verführen suchen, Ar. Pax 747; vgl. Piers. Moeris p. 310; Ruhnk. zu Tim. p. 210; so τὴν παιδίσκην Lys. 1, 12; Xen. Cyr. 5, 2, 28; Pol. 10, 26, 3; auch pass., Ἁρμόδιος πειραϑεὶς ὑπὸ Ἱππάρκου Thuc. 6, 54; γέγραφε πειρώμνόν τινα τῶν καλῶν, Plat. Phaedr. 227 c; – πειρᾶν τὴν ϑάλατταν, das Meer auf Seeräuberei versuchen, Seeräuberei betreiben, dafür führt Schneider Lys. 6, 19 an, wo jetzt ναυκληρίᾳ ἐπιϑέμενος τὴν ϑάλατταν ἔπλει steht und man ἐπηλᾶτο vermuthet hat. – Sp. vrbdn es auch c. acc. der Sache, versuchen, πάντα πειρῶσι, Plut. adv. Col. 26. – 2) Häufiger im med., fut. πειράσομαι, dor. πειρασοῠμαι, Ar. Ach. 708, aor. ἐπειρασάμην, ion. u. ep. ἐπειρησάμην, u. bei Hom. häufig, in Prosa seltener, ἐπειράϑην, ep. ἐπειρήϑην, versuchen, einen Versuch, eine Probe machen, sich bemühen, sich versuchen; – a) absol., ἀλλ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι, Od. 6, 126, ich will selbst versuchen und sehen, nämlich ob Menschen in der Nähe sind, Il. 2, 193. 5, 129. 8, 18; τρὶς γὰρ τῇ γ' ἐλϑόντες ἐπειρήσανϑ' οἱ ἄριστοι, 6, 435; περί τινος, um Etwas sich bemühen, um einen Kampfpreis, περὶ αὐτῆς πειρηϑήτω, 23, 553; εὖ δ' ἔξοισϑα πειραϑεῖσά που, Soph. El. 1236; u. in Prosa, πειρασόμεϑα δὲ καὶ ἐροῦμεν, Plat. Phil. 13 c. – b) c. inf., ἐπειρᾶτο Κρονίδης ἐρεϑιζέμεν Ἥρην, Il. 4, 5; πειρασόμεσϑα πῆμ' ἀποστρέψαι νόσου, Aesch. Ag. 824. 1622; ἀντιδρᾶν πειράσομαι, Soph. O. C. 963, öfter; πειρῶ ἀνορϑοῠν σῶμ' ἐμόν, Eur. Bacch. 364, öfter; Her. 6, 138. 8, 100. 108. 9, 33; πειραϑέντες καταλαβεῖν, Thuc. 2, 5; πειρῶμαι καὶ τοὺς ἄλλους πείϑειν, Plat. Conv. 212 b; Phaedr. 272 c u, oft; πειράσομαι ἐπιδεῖξαι Lys. 25, 7, u. sonst; selten in dieser Vrbdg der aor. med., wie Thuc. 4, 60; – auch das partic. steht, νέοι ϑάλποντες ἐπειρῶντο, Od. 21, 184, vgl. 4, 417, wo das partic. nur die Art, das Mittel des Versuchs andeutet; ἐπειρᾶτο ἐπιών, Her. 1, 77, vgl. 84; ἵνα μὴ πειρῴατο βιώμενοι, damit sie nicht Gewalt versuchten, 4, 139; so auch Plat. Theaet. 190 e; πειρασόμεϑα ἐλέγχοντες, Antiph. 2 γ 1. – c) mit folgdm indirectem Fragesatz, ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε ϑέῃσιν, Il. 18, 601; πειράσομαι, ἐὰν δύνωμαι τῶνδε σ' ἐκλῠσαι πόνων, Aesch. Prom. 325; u. oft in Prosa, πειρώμεϑα, εἰ ἄρα τι λέγεις, Plat. Phaed. 95 b, Folgde; πειρᾷ μου, εἰ μέμηνα, Luc. D. D. 8, 1. – d) am häufigsten c. gen. (dann gew. aor. med.), Einen auf die Probe stellen, um zu sehen, was man von ihm zu halten hat, ihn ausforschen, ausfragen, um seine Zuverlässigkeit, Wahrhaftigkeit u. dgl. zu erproben; πειρᾷ ἐμεῖο, γεραιέ, Il. 24, 390. 433; πόσιος, Od. 23, 181; ἀλόχου, 13, 336; Τρώων, Il. 19, 70. 20, 352, im Kampfe; Φαίηκες ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος, Od. 8, 23, u. sonst; Tragg.; πειρᾶσϑέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος, Aesch. Ag. 1374; δαίμονος, 1648; Ch. 506; so auch Her. πειρώμεϑα τῆς Πελοποννήσο υ, wie im act., ἐπειρώατο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων, 1, 76, wie πειρήσεσϑαι ἔμελλον ἀλλήλων, 2, 163; τί δεῖ ἡμᾶς πειρηϑῆναι ἀλλήλων; 4, 80 u. öfter, sich mit einander versuchen; πεπειραμένος Ἐράστου πλέονα ἢ σύ, da ich ihn besser kenne, als du, Plat. Ep. VI, 323 a, u. A.; oft bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 179. 185, ἀλλήλων ἀγανοῖς ἔπεσσι πείρηϑεν, 3, 1147; – aber auch c. gen. der Sache, seine Kraft versuchen, erproben, um zu erfahren, was man selbst vermag, σϑένεος, Il. 15, 359, χειρῶν καὶ σϑένεος, Od. 21, 282, ἥβης, Il. 23, 432; – ἔργου, sich an einer Arbeit veruchen, Od. 18, 369, ἀέϑλο υ, in einer Kampfübung sein Glück versuchen, Il. 23, 707. 753. 831 Od. 8, 100; παλαισμοσύνης, 8, 126; τόξου, νευρῆς, den Bogen, die Sehne versuchen, ob sie gut im ἔμελλον πειρήσεσϑαι, Geschosse, die sie bald versuchen sollten, d. i. deren tödtliche Gewalt sie bald aus eigener Erfahrung kennen lernen sollten; ähnl. Hes. πειρηϑῆναι ἔγχεος, Sc. 359, νηῶν, O. 662; πειρᾶτο μάχας, Pind. N. 1, 43, ἄϑλων, 9, 23, auch γνώμας, P. 4, 84; πειρωμένη τῶνδε τῶν ἔργων, Soph. El. 460; auch εἰ γῆς μὴ πεπείρασαι ξένης, frg. 516, von Einem, der noch nicht in der Fremde gewesen ist; κακῶν ἐλασσόνων πειρώμεναι πόλεις, Eur. Phoen. 1025; τῆς δίκης, 493; πειραϑέντες παντοίας Μούσης, Ar. Equ. 504; οὐ πεπειρημένοι πρότερον οἱ Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων, Her. 4, 159; τῶν τειχῶν, Thuc. 2, 81, wie im act.; auch τῆς δουλείας πειρασάμενος, 5, 69; πείρασαι τοῠ ἐλέγχου οἷον ἐγὼ οἶμαι δεῖν εἶναι, Plat. Gorg. 474 a; πολλῶν κακῶν πεπειραμένοι, Lys. 5, 3; Folgende; πειραϑῆναι τοῦ πράγματος, Pol. 1, 20, 12, wie ὧν ἐπειράϑημεν Plat. Phaed. a. E.; ἁπάσης ὁδοῦ πεπειραμένος, Luc. Hermot. 46. – e) auch mit dem dat. der Sache, worin, womit man sich versucht, ἐγὼν ἔπεσιν πειρήσομαι, ich will einen Versuch machen mit Worten, Il. 2, 73, ἐγχείῃ, 5, 279, ποσί, sich mit den Füßen versuchen, d. i. an Schnelligkeit der Füße wetteifern, Od. 8, 120. 205; auch ἐν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηϑῆναι, sich in der Waffenrüstung versuchen, in Waffen sein Glück versuchen, Il. 5, 220. 11, 386. 19, 384. 22, 381. – f) seltener c. acc., ἢ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο, Od. 4, 119. 24, 238, ob er Jegliches ausforschte, wo einige alte Erklärer μυϑήσαιτο lesen wollten. – Ganz wie mit dem gen. vrbdt Pind. Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο, P. 2, 34. – Sp. πειρᾶσϑαί τι, Etwas versuchen, unternehmen, sich an Etwas machen.
-
2 ἄκοιτις
1 wifeΔιὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.34
( Ἡρακλέα)δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν N. 1.71
ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (i. e. Θέτιν.) N. 5.36 -
3 θάλαμος
θάλαμος, ὁ (nach Passow mit ϑάλπω zusammenhangend, eigtl. ein Ort, wo es warm ist?), bei Hom. Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Säälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheiratheten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe, Odvss. 1, 425; Vorrathskammer, Iliad. 6, 288 Odyss. 2, 337; vgl. Xen. ὁ μὲν γὰρ ϑάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, Oec. 9, 3. – Nach Homer gew. Braut-, Schlafgemach, μεγαλοκευϑέεσσιν ἔν ποτε ϑαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο Pind. P. 2, 33; τὸν Ἡράκλειον ϑάλαμον Soph. Tr. 909; Eur. ἔχουσα πόσιν ἐν ϑαλάμοισιν, Troad. 854; auch in Prosa, Her. 1, 34, den ἀνδρεῶνες entgeggstzt; ἐξέδραμε τοῦ ϑαλάμου παρὰ τῆς γυναικός Plut. Alcib. 23; τοῦ βασιλικοῦ ϑαλάμου φύλακες Hdn. 3, 12, 2. – Allgem., Aufenthaltsort, Behausung, σύ τε πέμπε χοὰς ϑαλάμους ὕπο γῆς Aesch. Pers. 616; Eum. 958; κρυπτομένα δ' ἐν τυμβήρει ϑαλάμῳ, von der Danae, Soph. Ant. 938; von der Unterwelt, τὸν παγκοίταν ὅϑ' ὁρῶ ϑάλαμον τήνδ' Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν, die zugleich ihr Brautgemach werden soll, 798 ( Eur. nennt den Hades Περσεφονείας ϑάλαμοι, Suppl. 1022); das Meer heißt μέγας ϑάλαμος Ἀμφιτρίτης, O. R. 195; βασιλικοί, der Palast, Eur. Ion 486; auch ἀρνῶν, von den Ställen, Cycl. 57. Von Bienenzellen, Antiphil. 29 (IX, 404). – Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, Ath. II, 37 b, wo die Ruderbänke der ϑαλαμῖται angebracht waren. – In Aegypten = kleine Kapelle, Ael. H. A. 11, 10; – Luc. de dea Syr. 31 = das Allerheiligste im Tempel.
-
4 θάλαμος
θᾰλᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.)aI chamber, hall, pl. mansionκολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “ πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160II esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro sing.) O. 7.29πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ P. 3.11
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro sing.) P. 2.33b inner part of a temple, sanctuary Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (εἰς τὸ πρυτανεῖον. Σ.) N. 11.3 χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ προοίμιον. Σ.) O. 6.1 φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14. -
5 πειράω
a act.I test,πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
II c. gen., make an attempt onσυνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς N. 5.30
“ ἔπειτα πλούτου πειρῶν μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω;” i. e. trying to win wealth Pae. 4.46b med.I c. acc., attempt to seduceΔιὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.34
II c. gen. attempt, ventureτὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει O. 2.52
πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
make test ofσφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
c frag. ] πειρατο γλυκυ[ ( πειρα τὸ?) Πα. 22. g. 5.d dub. [ πεπειραμένων δέ τις (v. l. ἐμπείρων δέ τις) fr. 110]. -
6 ποτέ
1 oncea in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγονστρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.b within rel. cl.ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13
( ἔλαφον)ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
( αἶνος)ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13
ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9
( ὥρα)ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104
ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
( Πυθῶνι)ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἔπος)Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“( ὄρνις) τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53 “ ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν” P. 4.107 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
σὺν ᾧ ποτεΤροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
( θεός)ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
( φιάλαισι)ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54
“χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42
]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.c in quasi rel. cl., c. part., simm.τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
d in subord. cl.ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
e modifying adv.ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31
2 evera c. neg.I in princ. cl.ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
II c. inf.οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77
μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
b in subord. indef. cl.I conditionalδιδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266
“εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42II rel.οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76
3 referring to fut., some day “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” P. 4.14ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
4 fragg.καί ποτε[ Pae. 6.73
ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων fr. 72. -
7 πειράω
Aἐπείρων Th.4.25
: [tense] fut. - άσω [pron. full] [ᾱ] ib.9, 43 : [tense] aor. , Ar.Eq. 517, Th.6.54 : [tense] pf.πεπείρᾱκα Luc.Am.26
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπειράθην [pron. full] [ᾱ] Th.6.54; cf. πειράζω.B more freq. in [voice] Med. [full] πειράομαι, Il.2.193, 24.390, etc.: [tense] fut. - άσομαι [pron. full] [ᾱ] S.OC 959, etc.; [dialect] Dor. [ per.] 2pl.πειρασεῖσθε Ar.Ach. 743
, cf. Hippod. ap. Stob.4.1.94; laterπειρᾱθήσομαι Gp.12.13.12
: [tense] aor. ἐπειρᾱσάμην, [dialect] Ion. ἐπειρησάμην, Od.8.120, Hdt.7.135, Th.2.44,al.; but [tense] aor. [voice] Pass. ἐπειρήθην, [dialect] Att. ἐπειράθην [pron. full] [ᾱ], found in med. sense, Il.19.384, al., Hdt.3.152,al., Th.2.5 (v.l.), 33, 6.92, and in later Prose: [tense] pf. πεπείρᾱμαι, [dialect] Ion. - ημαι, Od.3.23, Pi.Fr. 110, Hdt.9.46, S.Fr. 584, Antipho 5.1, etc.: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ἐπεπείραντο D.C.Fr.24.3
, [dialect] Ion.ἐπεπειρέατο Hdt. 7.125
. (From πεῖρα.)A [voice] Act., attempt, endeavour, try, c. inf.,μήτε τις.. πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος Il.8.8
; ;π. ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβάλλειν Hdt.6.84
, cf. Ar.V. 1025, al.: folld. by ὡς .., Il.4.66, Od.2.316, etc.; by ὅπως .., 4.545 : c. Adj. neut.,πολλὰ πειρῶντες Th.6.38
;πάντα Plu. 2.1122b
: with inf. understood, Th.7.32.II c. gen. pers., make trial of one, μή μευ πειράτω, for the purpose of persuading, Il.9.345, cf. 24.433; of things,τευχέων A.R.3.1249
: in hostile sense, make an attempt on,μήλων πειρήσοντα Il.12.301
, Od.6.134; οὐ πειρᾶν τῆς πόλιος, πρὶν .. Hdt.6.82;π. τοῦ χωρίου Th.1.61
;Νισαίας Id.4.70
;ἀλλήλων Id.7.38
;νυμφείας εὐνᾶς Pi.N.5.30
.III abs., ναυσὶ π. make an attempt by sea, Th.4.25; π. ἐπὶ τὴν κώμην ib.43.IV c. acc. rei, experience,τύχης ἐπήρειαν Luc.Am.46
.2 c. acc. pers., make an attempt on a woman's honour, Ar.Eq. 517 (ubiv. Sch.), Pl. 150, 1067, Lys.1.12, X. Cyr.5.2.28, etc.:—[voice] Pass., , cf. Pl. Phdr. 227c ; v. infr. B. IV, cf.πεῖρα 11
.B more freq. in [voice] Med., c. inf., try to do, Il.4.5, Hdt.5.71, 6.138, al., Ar.Pl. 459, X.Oec.6.2, Lys. 12.64, Isoc.3.41, Pl. Tht. 186b : c. [tense] fut. inf., J.AJ17.8.4 : the inf. is sts. understood, πειρήσεται (sc. ἀλύξαι) Od.4.417 : folld. by εἰ, Il.13.806, Pl.Phd. 95b;πειρήσεται αἴ κε θέῃσιν Il.18.601
; by ἐάν or ἄν, A.Pr. 327, Pl.Lg. 638e; by μὴ .., lest.., Od.21.394; by ὅπως .., X.An.3.2.3 : c. part., freq. in Hdt.,ἐπειρᾶτο ἐπιών 1.77
; προσβαίνων ib.84;π. βιώμενοι 4.139
;π. ἀποσχίζων 6.9
, cf. 5,50, 7.139, al.;π. σκοπῶν Pl. Tht. 190e
<*> c. neut. Adj., τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ π. X.Cyr.1.5.14.II most freq. (V.A. 11) c. gen.,1 c. gen. pers., make trial of one, Il.10.444, Od.13.336, etc.; νῦν σεῦ, ξεῖνε, ὀΐω πειρήσεσθαι, εἰ .. 19.215;ἕο αὐτοῦ ἐν ἔντεσι.. εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε Il.19.384
; with gen. not expressed,ἔπεσιν πειρήσομαι 2.73
; ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο test him in each particular, Od.4.119 (v.l. μυθήσαιτο) ; π. θεοῦ make trial of, tempt a god, Hdt.6.86. γ, cf. A.Ag. 1663 (troch.): in hostile sense,πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580
(with acc. cogn. addedἀέθλους.. ἐπειρήσαντ' Ὀδυσῆος Od.8.23
): freq. in Hdt., esp. ἀλλήλων πειρᾶσθαι, as ; , etc.; π. τῆς Πελοποννήσου make an attempt on it, Hdt.8.100;π. τοῦ τείχους Th.2.81
.2 c. gen. rei, make proof or trial of..,σθένεος Il. 15.359
;ἥβης 23.432
; χειρῶν καὶ σθένεος π., ἢ.. ἦ .. Od. 21.282; try one's chance at or in a work or contest,ἔργου 18.369
; ἀέθλου, ἀέθλων, Il.23.707, Od. 8.100, etc.; παλαιμοσύνης ib. 126; make proof of, try a weapon,τόξου 21.159
, 180; νευρῆς ib. 410 (but [ὀϊστοί,] τῶν τάχ' ἔμελλον πειρήσεσθαι arrows whose force they were soon to make trial of, i. e. feel, ib. 418); also, make proof of, have experience of, esp. in [tense] pf. [voice] Pass., first in Hes., ;οὐ πεπειρημένοι πρότερον [οἱ] Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων Hdt.4.159
, cf. Pl.Phd. 118; πειρασάμενος ἀγαθῶν, δουλείας, Th.2.44, 5.69, cf. Antipho 5.1;κακῶν D.18.253
; ὀρφανίας π., i.e. to be an orphan, Phalar. Ep.49; but π. τινὸς μετρίου find him moderate by experience or on trial, Plu. Aem.8, cf. Arat.43; also, πεπείρανται ὅτι .. Lys.27.2.3 abs., try one's fortune, try the chances of war,αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται Il.5.129
; πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ making trial of one's powers, 16.590; Ἕκτορι πειρηθῆναι ἀντιβίην, ἢ.. ἦ .. to try one's fortune against him, 21.225; περὶ δ' αὐτῆς πειρηθήτω (sc. τῆς ἵππου) let him try for her, as a prize, 23.553.III make a trial or put a matter to the test,ἐν σοὶ πειρώμεθα Pl.Phlb. 21a
: c. dat. modi,ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279
; ἐπειρήσαντο πόδεσσι tried their luck in the foot-race, Od.8.120, cf. 205;σφαίρῃ 8.377
; also π. σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι π., Il.5.220, 11.386 : but in [tense] pf., οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι I have not tried myself, have not found my skill, in words, Od.3.23 : abs.,ὁ πειραθεὶς πιστεύσει X.Eq.Mag.1.16
; πεπειραμένος σαφῶς οἶδα by experience, Id.Hier.2.6.IV c. acc. pers., make an attempt on (V.A.IV.2),Διὸς ἄκοιτιν Pi.P.2.34
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий