Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διψητικός

См. также в других словарях:

  • διψητικός — διψητικός, ή, όν (AM) 1. διψαλέος 2. αυτός που προξενεί δίψα …   Dictionary of Greek

  • διψητικά — διψητικός thirsty neut nom/voc/acc pl διψητικά̱ , διψητικός thirsty fem nom/voc/acc dual διψητικά̱ , διψητικός thirsty fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικῶν — διψητικός thirsty fem gen pl διψητικός thirsty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικόν — διψητικός thirsty masc acc sg διψητικός thirsty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικώτατα — διψητικός thirsty adverbial superl διψητικός thirsty neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικώτατον — διψητικός thirsty masc acc superl sg διψητικός thirsty neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικοί — διψητικός thirsty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικούς — διψητικός thirsty masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικῶς — διψητικός thirsty adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικώταται — διψητικός thirsty fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψητικώτατος — διψητικός thirsty masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»