-
61 фискальство
-а ουδ.χαφιεδισμός, κατάδοση, μαρτυρία. || παλ. •εποπτεία οικονομική ή δικαιοσύνης. -
62 юстиция
-и θ.δικαιοσύνη•министерствоюстицияи υπουργείο δικαιοσύνης•
советская юстиция σοβιετική δικαιοσύνη.
-
63 γένεσις
A origin, source,Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Il.14.201
; Ὠκεανοῦ, ὅς περ γ. πάντεσσι τέτυκται ib. 246, cf. Pl.Tht. 180d; beginning, in dual,τοῖν γενεσέοιν ἡ ἑτέρα Id.Phd. 71e
.II manner of birth, Hdt.1.204, 6.69, etc.; race, descent, Id.2.146; ; κατὰ γένεσιν, opp. καθ' υἱοθεσίαν, IG12(1).181 ([place name] Rhodes).2 Astrol., nativity, geniture, AP 11.164 (Lucill.), 183 (Id.), Epigr.Gr.314.21 ([place name] Smyrna), PLond.1.98r60 (i A. D.), Vett.Val.216.6: hence, lot, fortune, Astramps.Orac. 16.8,23.7.III production, generation, coming into being, opp. ὄλεθρος, Parm.8.21; more usu. opp. φθορά, Pl.Phlb. 55a, etc.; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, title of work by Arist.: generally, formation,πύου Hp.Aph.2.47
; origination, making, ἱματίων, περὶ τὰ ἀμφιέσματα, Pl. Plt. 281b,3;γ. καὶ οὐσία δικαιοσύνης Id.R. 359a
.IV concrete, creation, i.e. all created things, Pl.Phdr. 245e;γ. καὶ κόσμος Id.Ti. 29e
, freq. in Ph., as 1.3,al., cf. Plot.6.3.2, etc.V race, kind or sort of animals, Pl.Plt. 265b, etc.; family, δίδυμος γ. of the Spartan kings, Id.Lg. 691d.VI generation, age, Id.Phdr. 252d: pl., Id.Plt. 310d; κατὰ περίστασιν τῆς γ. according to the circumstances of his time, Porph.Sent.32.VIII Math., generation of a figure, Papp.234.4,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένεσις
-
64 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
65 διά
διά, poet. [full] διαί ([dialect] Aeol. [full] ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses [pron. full] ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A. uses [full] διαί in lyr., Ag. 448, al.]A WITH GEN.I of Place or Space:1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons,διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε.. ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος.. Il. 3.357
; ;δι' ὤμου.. ἔγχος ἦλθεν 4.481
; in Prose,τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26
; διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755;δι' ὄμματος.. λείβων δάκρυον S.OC 1250
, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν: throughout,Th.
1.14; idly,Id.
4.126, etc. (cf.111.1.c).2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer,ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754
;δι' ὄρεσφι 10.185
, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε through all his frame, 11.398;τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;δι' ὁμίλου Il.6.226
, etc.;θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16
, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority,ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας
in the course of..,Ath.
10.438b.3 in the midst of, Il.9.468;κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298
; between,δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61
: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104
;τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37
;εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63
, cf. 1.25, etc.4 in Prose, sts. of extension, along,παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39
(but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48);λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22
.5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94;δ. πλείστου Id.2.97
;δι' ἐλάσσονος Id.3.51
;ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.
Aër.9, etc.II of Time,1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13;δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70
;δι' αἰῶνος S.El. 1024
;δι' ἡμέρας ὅλης Ar. Pax 27
;δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4
, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97;δ. νυκτός Th.2.4
, X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.);δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R. 343b
; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V. 1058;δ. βίου Pl.Smp. 183e
, etc.;δ. τέλους
from beginning to end,A.
Pr. 275, Pl.R. 519c, etc.: with Adjs. alone,δ. παντός
continually,A.
Ch. 862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77;δ. μακροῦ E.Hec. 320
;ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27
.2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl. 1045;δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph. 758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone,δι' ὀλίγου Th.5.14
;οὐ δ. μακροῦ Id.6.15
,91;δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2
, etc.: with Numerals,δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118
, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph. 285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr. 1248
.3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl. 584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).III causal, through, by,a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of.., Id.1.69,6.4, cf. 1.113;δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17
, etc.;τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22
;δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb. 58b
; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing, A.Ag. 448 (lyr.);ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24
; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands),δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC 470
; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13);δ. στέρνων ἔχειν S.Ant. 639
;ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT 1387
;δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25
;δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9
;αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6
; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt. 272b;δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27
;δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9
, POxy. 1070.15 (iii A. D.).c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.),δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp. 176e
; παίω δι' ὀργῆς through passion, in passion, S.OT 807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj. 822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba. 212; δι' αἰδοῦς with reverence, respectfully, ib. 441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel. 309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti. 23d, Lg. 876c;δ. σιγῆς Id.Grg. 450c
;δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10
;οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121
;δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17
: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg. 449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, ; ;βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e
;οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46
.IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest, Hdt.2.91;δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206
; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec. 888;δ. φόβου εἶναι Th.6.59
;δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2
; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.;δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138
.b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9;ἐλθεῖν Th.4.92
; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with.., S.Ant. 742, cf. Th.6.60;δ. τύχης ἰέναι S.OT 773
;δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC 905
; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med. 872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr. 916, Supp. 112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing, Id.Andr. 416;δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt. 323a
, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by.., A.Pr. 121 (anap.).c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32;δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37
, etc.;δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8
; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec. 851, IT 683;δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6
; .B WITH Acc.I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:1 through,ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε.. χαλκός Il.7.247
;ἤϊξε δ. δρυμὰ.. καὶ ὕλην 11.118
, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62;δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600
;ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41
;φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14
(anap.).2 through, among, in,οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400
;ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375
(but μῦθον, ὃν.. δ. στόμα.. ἄγοιτο through his mouth, 14.91; soδ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65
;ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys. 855
);δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th. 631
; (lyr.).II of Time, also Poet.,δ. νύκτα Il.2.57
, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.III causal:1 of persons, thanks to, by aid of,νικῆσαι δ... Ἀθήνην Od.8.520
, cf. 13.121;δ. δμῳὰς.. εἷλον 19.154
; δ. σε by thy fault or service, S.OC 1129, Ar.Pl. 145, cf. 160, 170: in Prose, by reason of, on account of,δ' ἡμᾶς Th.1.41
, cf. X.An.7.6.33, D.18.249;οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144
; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for..,εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60
;Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg. 516e
, cf. D.19.74;εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18
, cf. Ar.V. 558;πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21
.2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41;Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82
; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523;δι' ἀτασθαλίας 23.67
; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt. 360b
, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on which account; δ. πολλά for many reasons, etc.3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up, Pl.R. 524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R. 367b, etc.C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I);δ. δ' ἀμπερές Il.11.377
.D IN COMPOS.:I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance, διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.) -
66 διώκω
A- ξω Sapph.1.21
, Pi.O.3.45, X.Cyr.6.3.13 (s. v. l.), An.1.4.8, D.38.16 codd.; but (and Elmsl. restored διώξει for - εις in Eq. 969, Nu. 1296, Th. 1224), Pl.Tht. 168a: [tense] aor. ἐδίωξα: [tense] aor. 2 ἐδιώκαθον (v. διωκάθω): [tense] pf.δεδίωχα Hyp.Lyc.16
:—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.διωχθήσομαι D.S.19.95
, Polyaen.2.13; but διώξομαι in pass. sense, LXXAm.2.16, D.H.3.20: [tense] aor.ἐδιώχθην Hdt.5.73
, Antipho 2.1.3, 6, ([etym.] ἐπ-, κατ-) Th.3.69, 3.4: [tense] pf.δεδίωγμαι Ev.Matt.5.10
: (cf. (Corinthian vase); v. δίω):—cause to run, set in quick motion, opp. φεύγω:1 pursue, chase, in war or hunting,φεύγοντα διώκειν Il.22.199
, etc.: abs., , cf. Hdt.9.11:—[voice] Med., διώκεσθαί τινα πεδίοιο, δόμοιο, chase one over or across.., Il.21.602, Od.18.8.b c. acc. pers., of a lover, Sapph. l. c.; follow, X.HG1.1.13;τοὺς εὐγνώμονας Id.Mem.2.8.6
;δ. καὶ φιλεῖν τινα Pl.Tht. 168a
, cf. Ev.Luc.17.23.2 pursue an object, seek after,ἀκίχητα διώκειν Il.17.75
;σὸν μόρον δ. S.Aj. 997
;τιμὰς δ. Th.2.63
; ἡδονήν, τὸ ἀγαθὸν καὶ καλόν, Pl.Phdr. 251a, Grg. 480c; ἀλήθειαν ib. 482e;δικαιοσύνην Ep.Rom.9.30
;λαθραίαν Κύπριν Eub. 67.9
: prov.,τὰ πετόμενα δ. Arist.Metaph. 1009b38
;κατὰ σκοπὸν δ. Ep.Phil.3.14
; of plants, δ. τοὺς ξηροὺς τόπους seek them, Thphr. HP1.4.2; δ. τὰ συμβάντα or τὸ συμβαῖνον follow or wait for the event, D.4.39, 10.21:—[voice] Med.,διώκεσθαι τὸ πλέον ἔχειν D.H.1.87
(s. v. l.); μοῖρα διωξαμένη [αὐτούς] IG5(1).1355 ([place name] Messenia).3 pursue an argument,τὴν ἐναντίωσιν Pl.R. 454a
; also, describe,ὕμνῳ ἀρετάς Pi.I.4(3).21
;τὴν Ἡρακλέους παίδευσιν X.Mem.2.1.34
; recite,λόγον PMag.Par.1.958
, cf. 335 ([voice] Pass.).II drive or chase away, διώκω οὔτιν' ἔγωγε I don't force any one away, Od.18.409;ἐκ γῆς Hdt.9.77
; banish, Id.5.92.έ: metaph., διώκεις μ' ᾗ μάλιστ' ἐγὼ σφάλην you push or press me.., E.Supp. 156.III of the wind, drive a ship, Od.5.332; of rowers, impel, speed on her way, ῥίμφα διώκοντες (sc. τὴν νῆα) 12.182;νηῦς ῥίμφα διωκομένη 13.162
; Συριηγενὲς ἅρμα διώκων driving it, Orac. ap. Hdt.7.140, cf. A.Pers.84;ἄτρυτον δ. πόδα Id.Eu. 403
, cf. Th. 371.2 seemingly intr., drive, drive on, Il.23.344, 424; gallop, run, etc., dub. in A.Th.91 (lyr.);ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον X.An.7.2.20
; on the march,Plu.
Caes.17: c. acc. spatii, .3 urge, impel,βέλος χερί Pi.I.8(7).35
;φόρμιγγα πλάκτρῳ Id.N.5.24
; esp. of music, δ. μοῦσαν Pratin.Lyr.5;δ. μέλος Simon. 29
:—[voice] Pass.,ὑφ' ἡδονῆς διώκομαι.. σὺν τάχει μολεῖν S.El. 871
.4 of work, urge on, carry forward,σκαφήτρους PFay.112.2
(i A. D.).5 [tense] pf. part. [voice] Pass. δεδιωγμένος hurried, rapid,σφυγμοί Aret.SA2.8
.IV as law-term, prosecute, ὁ διώκων the prosecutor, opp. ὁ φεύγων, the defendant, Hdt.6.82 (pl.), A.Eu. 583, etc.; ὁ διώκων τοῦ ψηφίσματος τὸ λέγειν .., he who impeaches the clause in the decree.., D.18.59;γραφὰς δ. Antipho 2.1.5
;γραφὴν δ. τινά
indict,D.
59.69;δ. εἰσαγγελίαν Hyp.Eux.9
;δ. τινὰ περὶ θανάτου X.HG7.3.6
: c. gen. criminis, accuse of.., prosecute for..,δ. τινὰ τυραννίδος Hdt. 6.104
; ;παρανόμων And.1.22
, cf.διωκάθειν; ψευδομαρτυρίων D.29.13
, etc.;δ. ἀπάτης εἵνεκεν Hdt.6.136
; φόνον τινὸς δ. avenge another's murder, E.Or. 1534 (anap.), cf. Arist.Pol. 1269a2; δίκην δ. pursue one's rights at law, D.54.41;δίκας μὴ οὔσας δ. Lys. 32.2
: c. acc. et inf., accuse one of doing, App.BC4.50:—[voice] Pass.,ὁ διωκόμενος Antipho2.1.5
;θανάτου ὑπό τινος -εσθαι X.Ap.21
; with play on 1.1, Ar.Ach. 698 sq. -
67 δυνατός
A strong, mighty, in body or mind, ὅ τι ἦν αὐτῶν δυνατώτατον the ablest-bodied men, Hdt.9.31; sound in limb, opp. ἀδύνατος, Lys.24.12;σῶμα δ. πρός τι X.Oec.7.23
;χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pi.N.9.39
;τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς X.Mem.2.1.19
; ; κατά τι ib. 366d ([comp] Sup.): c. acc., ibid. ([comp] Sup.); of ships, fit for service, Th.7.60; of things, ; λόγος a powerful argument, Epicur.Ep. 1p.31U.;δ. προτείχισμα Plb.10.31.8
.2 c. inf., able to do, Hdt. 1.97, etc.; δ. λῦσαι mighty to loose, Pi.O.10(11).9;λέγειν τε καὶ πράσσειν-ώτατος Th.1.139
, Pl.Prt. 319a; - ώτατοι καὶ τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λῃτουργεῖν Decr. ap. Arist.Ath.29.5;ἐᾶν τοὺς δ. ἄρχειν X.Ath.1.3
; ὅσονπερ δ. εἰμι, with inf. omitted, E.Or. 523.3 of outward power, powerful, influential, S.El. 219;τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Hdt.1.53
; οἱ δ. the chief men of rank and influence, Th.2.65;χρήμασι δ. Id.1.13
, etc., cf. OGI669.13 (i A. D.).II [voice] Pass., of things, possible,οὐ δύνατον γένεσθαι Sapph.Supp.5.21
, cf. Hdt.9.111, A.Ag.97 (lyr.), etc.; ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι practicable, X.An.4.1.24;λόγου δ. κατανοῆσαι Pl.Phd. 90c
;βίον τοῖς πλείστοις κοινωνῆσαι δ. Arist.Pol. 1295a30
; κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Pl. Cra. 422d, D.3.6, etc.;ἐς τὸ δ. Hdt.3.24
;εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δ. μάλιστα Pl.Phdr. 277a
;ἐκ τῶν δυνατῶν X.An.4.2.23
;ἐπὶ τὸ δ. Id.Cyn. 5.8
;ἐν δυνατῷ εἶναι BCH29.172
(Delos, ii B. C.); alsoὅσον δυνατόν E.IA 997
;ὅσον καθ' ἡμᾶς δ. Id.Ba. 183
; esp. with [comp] Sup.,ὡς δ. πλεῖστον Isoc.12.278
;ὡς δ. κακίστους X.Mem.4.5.5
;γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη D.24.13
; τὰ δ. things which are practicable, Th.5.89, cf. Arist. Rh. 1359b1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνατός
-
68 εἰδοποιός
εἰδοποι-ός, όν,II creating forms, Procl.Inst. 157, Dam.Pr. 310: c. gen., creating a form or pattern, ἀριθμός.. δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδοποιός
-
69 εἰσαγωγεύς
A introducer, Schwyzer784a7 ([place name] Tenos) ;δικαιοσύνης Arr.Epict.3.26.32
; director of choruses, Pl.Lg. 765a, cf.IG3.1193, BCH27.297 ([place name] Larymna).II at Athens and elsewhere, magistrate who brought cases into court, IG12.63.7, Arist.Ath.52.2, D.37.33, SIG 364.5 ([place name] Ephesus), IG12(7).3 ([place name] Amorgos), PHal.1.40, PTeb.29.1 (ii B.C.), etc.IV conduit, Horap.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαγωγεύς
-
70 καρπός
καρπός (A), ὁ,A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142;κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op. 117
;κ. Δήμητρος Hdt.1.193
, etc.; ; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu. 1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568;κ. ἐλαίας Pi.N.10.35
; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P. 470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142;καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46
; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 ([place name] Amathus), cf.κάρπωσις 11
; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.II returns, profits,οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2
; τῶν ἀνηλωμένων.. τοὺς κ. Is.5.29.III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th. 618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu. 831 codd.;ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th. 600
; , cf. Pl.Phdr. 260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit,ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27
; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27;κ. νίκης Hdn.8.3.6
: freq. in NT,κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)------------------------------------καρπός (B), ὁ,A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ; καρποὶ Χειρῶν ib. 891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.) -
71 κατεξαναστατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεξαναστατικός
-
72 λυσιτελής
A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous,τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8
;οὐδέποτ'.. -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R. 354a
, cf. 364a;ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11
; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R. 344e
; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13;τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93
K.;κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68
J.II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr. 239c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιτελής
-
73 μεταστρέφω
A turn about, turn round,τῶ κε Ποσειδάων.. αἶψα μεταστ ρέψειε νόον Il.15.52
;εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου.. μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107
;τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp. 190e
: —[voice] Med., (lyr.):— [voice] Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy,στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595
, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, ; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd. 116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys. 125, D.21.221; recur,ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra. 428d
.3 twist or turn all ways, ;λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr. 272b
; turn upside down,ἅπαντα μ. τύχη Philem.111
:—[voice] Pass., .4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R. 367a
: generally, change, alter,τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh. 1376b21
, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—[voice] Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba. 1329;τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach. 537
.II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: [tense] aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg. 457a (pl.), R. 587d.3 c. gen., care for, regard, E.Hipp. 1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστρέφω
-
74 παραπρυτανεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπρυτανεύω
-
75 παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.- άσω X.Cyr.1.6.18
(but [ per.] 3sg.- σκευᾷ Epicur. Nat.14.2
, [ per.] 2pl. (Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.παρεσκευάδατο Hdt.7.218
, etc.: later sts.[full] παρασκεάζω, asπαρεσκεασμένων IPE12.32B12
(Olbia, iii B.C.):—A get ready, prepare,δεῖπνον Hdt.9.82
, Pherecr.172 ;στρατείαν Th.4.74
; ;πλοῖα Lys.13.26
; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24
: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.κατασκευή 11
.2 provide, procure, contrive, ;τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49
;πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp. 188d
, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17
; v. infr. B. 1.2.3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg. 803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh. 1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to.., X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c
;π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2
(V A. D.) ;π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a
, cf. Ap. 39d ;π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21
;δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13
.B [voice] Med. and [voice] Pass. :I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25
; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr. 920.2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.παρασκευή 1.3
) ;π. τοὺς συκοφάντας And.1.105
;ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7
; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28
; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,τῷ ναυτικῷ.. παρασκευασαμένῳ Th. 2.80
;παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15
;παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35
: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;π. πρός τι Th.3.69
, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag. 353, Ar.Av. 227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34
;π. ὡς ἐλῶν Id.2.162
, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18
, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. withoutὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8
, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; alsoπ. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99
, cf. Pl. Tht. 183d.3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150
; τράπεζαι.. παρεσκ. Ar.Ec. 839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ;παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b
;εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13
; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218
;ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11
: folld. by ὥστε c. inf., ;παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13
: c. inf. only,δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th. 440
, E.Heracl. 691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu. 607, etc.: so in [tense] aor.,ὥστε ἂν.. παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh. 1388a26
.4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ;π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11
.IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευάζω
-
76 προπηλακισμός
Aὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12
;ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258
: pl.,προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg. 855b
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπηλακισμός
-
77 προσποίημα
A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN 1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f.2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσποίημα
-
78 στέφανος
A that which surrounds or encompasses, πάντῃ γάρ σε περὶ σ. πολέμοιο δέδηεν the circling fight, Il. 13.736; of the wall round a town, Pi.O.8.32;σ. πόλεος Anacr.72
, cf. Orph.A. 761, 897; cf.στεφάνη 1.2
; καλλίπαις ς. circle of fair children, E.HF 839.II crown, wreath, chaplet, h.Hom.7.42; χρύσεος ib.32.6;στεφάνους.. ἄνθεα ποίης Hes. Th. 576
, cf. Pi.P.4.240;κισσίνους σ. δρυός τε E. Ba. 703
; δάφνας ς. Isyll.19; ῥόδινος, ῥοδόεις, Anacr.83, Theoc.7.64;ἀνθεμεῦντες Anacr.62
;πλεκτὸν σ. ἐκ λειμῶνος φέρω E.Hipp.73
, cf. Xenoph.1.2; (lyr.);κιττοῦ καὶ ἴων Pl.Smp. 212e
;φιλύρας Xenarch.13
, etc.; (lyr.); σ. εἴρειν, πλέκειν, ἀνείρειν, Pi.N.7.77, I.8(7).74, Ar.Ach. 1006;ὑφαίνειν Plu.2.646e
;πέρθεσθαι φόβαισι Sapph.78
, cf. E.Med. 984 (lyr.); θεῖσα ἀμφὶ βοστρύχοις ib. 1160; ;περιθεῖναι σ. τινί Ar.Eq. 1227
;χρυσῷ σ. ἀναδῆσαί τινα Th. 4.121
; ; μύρα, στεφάνους ἑτοίμασον for a feast, Men. 273, cf. Amphis 9.4, Alex.250, etc.; hung at the door on festive occasions, Ephipp.3.2.b in pl., οἱ ς. the garland-market, Antiph.83.2 crown of victory at the public games, Pi.O.8.76; τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον ς. Hdt.8.26;νικᾶν παγκρατίου στέφανον Pi.N.5.5
, cf. I.1.21;σ. ἔλαχεν Id.O.10(11).61
; ὁ ἐπὶ τοῦ ς., title of an officer who had charge of these matters in Roman times, IGRom.4.1435.15 ([place name] Smyrna).b honorary wreath or crown, freq. worked in gold, awarded for public services in war or peace, IG12.110.10, 22.212.24, 338.19, al., Pl.Lg. 943c, Aeschin. 2.46, OGI49.7 (Egypt, iii B.C.), al., Callix.2: such crowns were freq. dedicated in temples, IG22.1386.33, cf. 11(2).199 B 60, al. (Delos, iii B.C.); περὶ τοῦ ς., title of D.18, cf. Aeschin.3.187, al.: metaph., prize, reward, αὑτῷ μὲν σ. περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος Epigr. ap.Hdt.4.88;τοὺς παῖδας.. δημοσίᾳ ἡ πόλις θρέψει, ὠφέλιμον ς... τῶν.. ἀγώνων προτιθεῖσα Th.2.46
; τοῦδε γὰρ ὁ ς. his is the prize (or perh. for (bringing) him the prize is offered), S.Ph. 841 (hex.).c σ. πυργωτὸς καὶ οὐαλλάριος,= Lat. corona muralis et vallaris, a Roman military decoration, OGI560.10 (Tlos, i A.D.); σ. τειχικός ib.540.19 (Pessinus, i A.D.).3 crown of glory, honour,οὐκ ἂν αἰσχυνθείην εἰπὼν στέφανον τῆς πατρίδος εἶναι τὰς ἐκείνων ψυχάς Lycurg.50
; ἐλευθερίας ἀμφέθετο ς. Simon.98;σ. εὐκλείας μέγας S.Aj. 465
, cf. Pi.P.1. 100, E.Supp. 315;μέγας γάρ σοι ὁ σ. ἐστιν ὑπὸ πάντων εὐλογεῖσθαι PSI 4.405.4
(iii B.C.); σ. ζωῆς, δόξης, Ep.Jac.1.12, 1 Ep.Pet.5.4; ὁ τῆς δικαιοσύνης ς. 2 Ep.Ti.4.8.ἀνδρὸς στέφανος παῖδες Hom.Epigr.13
, cf. E. IA 194 (lyr.), 1 Ep.Thess.2.19.4 crown as a badge of office, D.21.32;πέπαυνται ἄρχοντες καὶ τοὺς σ. περιῄρηνται Id.26.5
;ὁ βασιλεὺς ὅταν δικάζῃ περιαιρεῖται τὸν σ. Arist.Ath.57.4
; ὁ σ. οὗτος, of the office of ἀρχιερεὺς Ἀσίας, Philostr.VS 1.21.2, cf. OGI470.21 (Asia Minor), Lib. Or.53.4; ἔχειν τὸν ς. to be in office, SIG1007.22 (Pergam., ii B.C.); ἡ ἀπόθεσις τῶν ς. ib.900.16 (Panamara, iv A.D.);ἀναδήσασθαι τὸν σ. τοῦτον POxy. 1252v
.20 (iii A.D.): v. στεφανηφόρος 11,στεφανόω 11.5
.5 in Egypt, money gift to the sovereign, levied by the state, PTeb.746.24 (iii B.C.), PSI4.388.5 (iii B.C.), PCair.Zen.36.27 (iii B.C.), etc.; like wise in Syria, LXX 1 Ma. 10.20; also of similar gifts to a court favourite, PFay.14 (ii B.C.), cf. Ostr.Bodl. i202 (ii B.C.).6 τὰς εἰς τὸν σ. ἐπαγγελίας οὐκ ἔλαβον,= aurum coronarium non accepi, Mon.Anc.11.22, cf.PFay.20.7 (iii/iv A.D.).7 donation, euphemism for a bribe,διεθέντος μου ὑπάρξει σοι εἰς σ. τάλαντα δεκαπέντε PGrenf.1.41.2
(ii B.C.), cf. OGI221.6 (Ilium, iii B.C.), PGoodsp.Cair. 5.5 (ii B.C.); gratuity, bonus, PFlor.74.14 (ii A.D.).8 the constellation Corona, Epimenid.25, Arist.Mete. 362b10, Arat.71, PHib. 1.27.58, 187 (iii B.C.);σ. τόν τε κλείουσ' Ἀριάδνης A.R.3.1003
.10= δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc.4.145; Ἡλίου σ.,= ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέφανος
-
79 συνομολογέω
A say the same thing with, agree with, σφι Hdt.2.55, cf. X.Oec.1.13,21.2, etc.; confess the whole, concede,αὐτὰ ταῦτα Th.1.133
; freq. of disputants, concede, agree upon,ὅσα ἂν συνομολογῶμεν X.Smp.4.56
, cf. Pl.R. 342d, Grg. 504b, etc.: c. acc. et inf.,περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλά Id.Lg. 859d
, cf. Phd. 91d:— [voice] Med., Id.Euthd. 280b, Lg. 660d:—[voice] Pass.,τὰ ἄλλα συνωμολόγηται X. HG7.1.2
; οὔκουν καὶ τόδε συνομολογοῖτο; Pl.Phlb. 60b; συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται ib. 41d;τοῦτο ἡμῖν.. μενέτω συνομολογηθέν Id.Sph. 248a
, cf. Plt. 284c; τὸ -ούμενον, opp. τὰ ἀμφισβητούμενα, Isoc.2.52;ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arist.Pol. 1323b23
.2 [voice] Med., correlate,ἅμα ταῦτα πρὸς ἄλληλα -ήσασθαι χαλεπόν Hp.Epid.6.8.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομολογέω
-
80 τύπος
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12;αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351
; so perh.νάβλα τ. Sopat.16
.II the effect of a blow or of pressure:1 impression of a seal,τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp. 862
, cf. Pl.Tht. 192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21;τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R. 377b
; stamp on a coin,τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10
, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron,ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46
: generally, print, impression,χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c
, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr. 1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print,βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25
;οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c
.b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.;ὁ θεὸς.. πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
.2 hollow mould or matrix, , cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph.,Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp. 282
.3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr. 275a;τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep. 343a
; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 ([place name] Jerusalem).4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture,αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
, cf. 106, 136, 148, 153;θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21
.κγ; ;χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh. 305
;τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30
, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.;τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5
;τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378
, cf. 22.2021.8, 3.1330.5;ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3
; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι.. ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.V carved figure, image,ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86
;τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88
; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr. 1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr. 764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.VI form, shape, ; ; ; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b;τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73
(Canopus, iii B. C.);οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52
;ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f
;τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39
; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th. 488;Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49
; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5;βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl. 858
; features,IG
14.2135 ([place name] Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς.. τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.3 form of expression, style,ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4
;ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin.
ap. Porph. Plot.19;ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11
; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.;ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21
;ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103
.4 Gramm., mode of formation, form,τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29
;τ. παθητικός A.D.Synt.278.25
.VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances,αὑτὸν ἐκμάττειν.. εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e
; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς.., οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους·.. οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib. 379a, cf. 380c.2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. ; ;τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb. 51d
.3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra. 432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr. 255.2 outline, sketch, general idea,ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R. 403e
;περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg. 876e
;ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R. 491c
;τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol. 1341b31
;ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg. 816c
;ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186
, cf. Phld.Rh.2.166 S.;ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.
; pl., ib.p.4 U.;δέονται.. ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397
; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general,ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R. 414a
; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib. 559a; ;τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN 1104a1
; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib. 1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib. 1107b14;ὡς ἐν τ. Id.Pol. 1323a10
; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top. 101a22;ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1
.3 outline,ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61
.IX prescribed form, model to be imitated,ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228
;οὗτος.. εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R. 380c
, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib. 398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib. 443c;τ. εὐσεβείας.. παισὶν.. ἐκτέθεικα OGI383.212
(Nemrud Dagh, i B. C.);ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7
;κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40)
, cf. Act.Ap.7.44.2 general instruction,δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9
; general principle in law,τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8
(ii A. D.).b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.3 rough draft of a book,βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875
, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.);τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r
ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.4 form of a document,ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v
.3 (iii B. C.);σωματισθῆναι.. τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12
(iii A. D.);κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16
(vi A. D.).5 text of a document,ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30
, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov. 113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others,χρὴ.. δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145
(vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).X as law-term, summons, writ,οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9
;δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29
.
См. также в других словарях:
δικαιοσύνης — δικαιοσύνη righteousness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ministry of Justice, Transparency and Human Rights (Greece) — The Ministry of Justice, Transparency and Human Rights (Greek: Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) is a government department of Greece entrusted with the supervision of the country s legal and judicial system. It was… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος … Dictionary of Greek