-
1 νομισμάτια
νομισμάτιονneut nom /voc /acc pl -
2 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
3 εὐχάρακτος
εὐχᾰρακτ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχάρακτος
См. также в других словарях:
νομισμάτια — νομισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)