-
1 διεξαγω
(aor. 2 διεξήγαγον)1) проводить, вестиβίους ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων δ. Polyb. — извлекать средства к жизни из произведений (своей) страны
2) устраивать, управлять(τὰ κατὰ τέν ἀρχήν Polyb.; νόμος, καθ΄ ὃν διεξάγεται τὰ γινόμενα Plut.)
τὸ δίκαιον δ. Polyb. — вершить суд, творить правосудие;ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ δ. τινά Polyb. — обращаться с кем-л. с величайшей благожелательностью3) улаживать(ἀμφισβήτησιν Polyb.)
-
2 διεξάγω
(αόρ. διεξήγαγα и διεξήγαγαν, παθ. αόρ. διεξήχθηκα и διεξήχθην) μετ.1) вести, проводить; производить; устраивать;διεξάγω διαπραγματεύσεις (αγώνα) — вести переговоры (борьбу);
διεξάγω ανακρίσεις — производить допрос; — вести следствие;
διεξάγω δίκην юр. — вести процесс;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести меткий огонь;
2) выводить; вывозить -
3 διεξάγω
διά, ἐκ-ἄγαμαιwonder: pres imperat mp 2nd sgδιά-ἐξάγωlead out: pres subj act 1st sgδιά-ἐξάγωlead out: pres ind act 1st sg -
4 διεξάγω
V 0-0-1-1-3=5 Hab 1,4; Est 3,13b; 2 Mc 10,12; 14,30; Sir 3,17to bring to an end, to accomplish [τι] Sir 3,17; to manage, to treat Est 3,13b; to treat 2 Mc 10,12οὐ διεξάγεται εἰς τέλος κρίμα judgement is not brought to an end, judgement does not proceed effectually Hab 1,4 -
5 διεξάγω
Aδιεξάχθην Milet.3
No.152.25 (ii B. C.):—lead through,δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20
.b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5.2 bring to an end, settle,λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5
, etc.; try a cause, GDI5040.69 ([place name] Crete):—[voice] Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.);τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8
.3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct,ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6
, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.);ταμιείαν IG22.1326.38
:—[voice] Pass.,ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d
.II δ. τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξάγω
-
6 διεξάγω
δι-εξ-άγω (s. ἄγω), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανϑρωπίᾳ, regieren, behandeln -
7 διεξάγω
conductΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διεξάγω
-
8 πυρ
(πυρός) τό1) огонь;παραδίδω εις το πυρ — жечь, сжигать;
2) воен, огонь, пальба, стрельба; обстрел;φραγμός πυρός — огневая завеса;
θέσις πυρός — огневая позиция;
πυρά φραγμού — заградительный огонь;
καταιγιστικά (διασταυρούμενα) πυρά — шквальный (перекрёстный) огонь;
κατάπαυση τού πυρός — прекращение огня;
ανοίγω πυρά — открывать огонь;
παύω το πυρ — прекращать огонь;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести прицельный огонь;
δεν ακούγονται πυρά — не слышно выстрелов;
ανταλλαγή πυρών — перестрелка;
γραμμή πυρός — огневой рубеж, линия огня;
πυρ! огонь! (команда);
υπό τα πυρά — под огнём;
§ ασβεστον πυρ — вечный огонь;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
είμαι πυρ και μανία — метать громы и молнии; — рвать и метать
См. также в других словарях:
διεξάγω — διεξάγω, διεξήγαγα βλ. πίν. 135 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ … Dictionary of Greek
διεξάγω — διά , ἐκ ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg διά ἐξάγω lead out pres subj act 1st sg διά ἐξάγω lead out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] … Dictionary of Greek
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
αερομαχώ — ( έω) [αερομάχος] 1. ματαιοπονώ 2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία … Dictionary of Greek
αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… … Dictionary of Greek
αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek