-
1 Διεθνής
η1) Интернационал (гимн); 2) интернационал; -
2 διεθνής
ης, ες1) международный, интернациональный; 2) мировой, всемирный -
3 διεθνής
[диэтнис] εκ. международный, интернациональный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διεθνής
-
4 διεθνής
[диэтнис] επ международный, интернациональный. -
5 αφόπλισις
(-εως) η, αφόπλισμός ο разоружение; обезоруживание;γενικός ( — или διεθνής) αφόπλισμός — всеобщее разоружение
-
6 διεθνικός
η, ό[ν] см. διεθνής -
7 έλεγχος
ο1) проверка, контроль; ревизия; инспекция; 2) классный журнал;Γενικός έλεγχος — общий журнал;
ειδικός έλεγχος — специальный (предметный) журнал;
3) табель (успеваемости);4): ο πίνακας ελέγχου табель явки на работу, табельная доски; 5) контрольный орган;Διεθνής Οίκονομικός έλεγχος — Международный экономический контроль (контрольный орган);
6) критика, опровержение (теорий, выступлений и т. п.);έλεγχος του ιδεαλισμού — критика идеализма;
§ έλεγχος συνειδήσεως — угрызения совести
-
8 ένταση
[-ις (-εως)] η1) натягивание, натяжение; 2) интенсивность; напряжённость;ένταση πυρός — воен, интенсивность огня;
3) напряжение;ένταση πνεύματος (προσοχής, δυνάμεων) — напряжение ума (внимания, сил);
ένταση πυρετού — повышение температуры;
στην ένταση της μάχης — в разгаре боя;
4) обострение; натянутость, напряжённость;ένταση σχέσεων — обострение отношений;
διεθνής ένταση — напряжённость в международных отношениях;
5) физ. сила; напряжение;ένταση ήχου — сила звука;
ένταση του ήλεκτρικού ρεύματος — напряжение электрического тока;
6) муз. динамический оттенок (звука);§ ένταση των εξοπλισμών — гонка вооружений
-
9 επισκόπηση
[-ις (-εως)] η1) надзор, наблюдение; 2) осмотр, проверка; просмотр; 3) обзор, обозрение;διεθνής επισκόπηση — международное обозрение
-
10 επιτροπή
η1) комитет;κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;
2) комиссия;εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;
διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;
επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;
εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;
3) коллегия;ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;
4) делегация -
11 κατάσταση
[-ις (-εως)] η1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;
αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
κατάσταση τής οδού — состояние дороги;
διεθνής κατάσταση — международное положение;
εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;
κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;
η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;
άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;
είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;
2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;
3) воен. служебное положение;κατάσταση ενεργείας — действительная служба;
κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;
κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;
§ είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;
είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;
είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);
τί κατάσταση είναι αυτή;
, что здесь происходит?;δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;
ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!
-
12 παρουσιάζω
μετ.1) представлять, предъявлять;παρουσιάζω μάρτυρες — представлять свидетелей;
παρουσιάζω αποδείξεις — представлять доказательства;
2) представлять, знакомить;3) представлять (на сцене); показывать, ставить (пьесу);4) представлять, составлять, αυτό δένπαρουσιάζει καμμιά δυσκολία — это не представляет никакой трудности;
5) проявлять, показывать;6) выдавать (за что-л., за кого-л.);παρουσιάζ ξένη δουλειά γιά δική μου — выдавать чужую работу за свою;
§ παρουσιάζω όπλα! — взять на караул!;
παρουσιάστε! на караул!;1) — являться, появляться; — представать;παρουσιάζομαι
παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα — являться в назначенный час;
παρουσιάζομαι στο δικαστήριο — или παρουσιάζομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — представать перед судом;
2) представляться, появляться, возникать;παρουσιάζέται ευκαιρία — представлается случай;
παρουσιάστηκαν τεχνικές ανωμαλίες возникли технические неполадки;3) оказываться; обнаруживаться;η διεθνής κατάσταση παρουσιάζεται περιπλεγμένη — международное положение осложнилось;
4) представляться, рекомендоваться (при знакомстве и т. п.);5) являться (к начальнику, командиру и т. п.);6) выдаваться, случаться (об оказии, удобном случае) 7) παρουσιάζομαισαν ( — или γιά)... — выдавать себя за...
-
13 σύμβαση
[-ις (-εως)] η договор; конвенция; соглашение;διεθνής σύμβαση — международное соглашение; — международная конвенция;
εμπορική σύμβαση — торговое соглашение;
συλλογική σύμβαση — коллективный договор
-
14 συνδιάσκεψη
[-ις (-εως)] η совещание; конференция;κομματική (διεθνής) συνδιάσκεψη — партийная (международная) конференция;
συνδιάσκεψη της ειρήνης — мирная конференция
См. также в других словарях:
διεθνής — Με τον όρο Δ. αποκαλούνται στην πολιτική ορολογία οι διάφορες διεθνείς σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν διαδοχικά στην ιστορία του 19ου και του 20ού αι. Η πρώτη επιτυχής απόπειρα σύστασης διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης… … Dictionary of Greek
διεθνής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αναφέρεται σε όλα τα έθνη: Έχει διεθνείς επαφές. 2. αυτός που απαρτίζεται από αντιπροσώπους διάφορων εθνών: Άρχισε διεθνής διάσκεψη κορυφής για την καταστροφή του περιβάλλοντος. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek
Διεθνής Διαστημικός Σταθμός — Βλ. λ. αστροναυτική· διαστημικός σταθμός … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία — Οικισμός (63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
εσπεράντο — Διεθνής βοηθητική γλώσσα. Την επινόησε το 1887 ο Ρώσος γιατρός Λ. Ζάμενχοφ, που γεννήθηκε στη Βαρσοβία. Η ε. χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό της ρίζες λέξεων των ευρωπαϊκών χωρών. Σκοπός της δημιουργίας της τεχνητής αυτής γλώσσας ήταν να γεφυρωθεί το… … Dictionary of Greek