Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ένταση

  • 1 ένταση

    [-ις (-εως)] η
    1) натягивание, натяжение; 2) интенсивность; напряжённость;

    ένταση πυρός — воен, интенсивность огня;

    3) напряжение;

    ένταση πνεύματος (προσοχής, δυνάμεων) — напряжение ума (внимания, сил);

    ένταση πυρετού — повышение температуры;

    στην ένταση της μάχης — в разгаре боя;

    4) обострение; натянутость, напряжённость;

    ένταση σχέσεων — обострение отношений;

    διεθνής ένταση — напряжённость в международных отношениях;

    5) физ. сила; напряжение;

    ένταση ήχου — сила звука;

    ένταση του ήλεκτρικού ρεύματος — напряжение электрического тока;

    6) муз. динамический оттенок (звука);

    § ένταση των εξοπλισμών — гонка вооружений

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένταση

  • 2 ένταση

    [эндаси] ουσ. Θ. напряжение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένταση

  • 3 ένταση

    [эндаси] ουσ θ напряжение.

    Эллино-русский словарь > ένταση

  • 4 κανονίζω

    μετ.
    1) регулировать; упорядочивать; определять; устанавливать;

    κανονίζω την ένταση — регулировать напряжение (тока);

    κανονί τα έξοδά μου — упорядочивать расходы;

    2) налаживать, нормализовать;

    κανονίζω τίς σχέσεις — налаживать отношения;

    κανονίζω τό ζήτημα — улаживать вопрос;

    3) церк, канонизировать;
    4) образумливать, призывать к порядку; θα σε κανονίσω я тебе задам, я тебе всыплю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κανονίζω

  • 5 οξύνω

    (αόρ. όξυνα, παθ. αόρ. οξύνθηκα) μετ.
    1) заострять, делать острым; 2) перен. заострять; обострять; делать напряжённым;

    οξύνω την κριτική — заострять критику;

    οξύνω τίς σχέσεις — обострять отношения;

    οξύνω τα πάθη — разжигать страсти;

    οξύνω την ένταση — нагнетать напряжённость;

    οξύνθηκαν τα πράγματα — положение обострилось; — дела ухудшились;

    3):

    οξύνω τη φωνή — закричать пронзительным голосом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οξύνω

См. также в других словарях:

  • ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η 1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής. 2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής. 3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός. 4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»