Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συλλογική

См. также в других словарях:

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • κοινοκτημοσύνη — Συλλογική ιδιοκτησία δύο ή περισσότερων ατόμων στα περιουσιακά αγαθά. Ως κοινοτική ιδιοκτησία, ίσχυσε στους πρωτόγονους λαούς (φυλές), όπου ήταν κοινή η εδαφική περιοχή της φυλής. Καθώς όμως αναπτύχθηκαν οι οικονομικές τεχνικές και αναγνωρίστηκαν …   Dictionary of Greek

  • Ατρείδαι/-ες — Συλλογική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος, γιοι του Ατρέα. Γενάρχης τους ήταν ο Πέλοψ. Ο Ατρεύς ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Θυέστη. Παιδιά του από την Αερόπη, εγγονή του Μίνωα, ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • βραχμανισμός — Συλλογική ονομασία των ινδικών αιρέσεων και φιλοσοφικών σχολών που θεωρούνται ότι στηρίζονται στην αυθεντία των ιερών γραφών, που είναι γνωστές ως Βέδες. Υπάρχει επίσης και μία αρσενική θεότητα, ο Βράχμαν, που στις μεταγενέστερες Βέδες… …   Dictionary of Greek

  • Μαλγάσοι — Συλλογική ονομασία της πλειοψηφίας των κατοίκων της Μαδαγασκάρης, οι οποίοι προέρχονται από περίπου 35 φυλές (οι σημαντικότερες είναι 18). Οι φυλές αυτές από τον 13o αι. περιήλθαν προοδευτικά υπό την ηγεμονία της φυλής των Μερίνα (Χόβα), οι… …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συλλογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα ή πράγματα, ομαδικός (α. «συλλογική προσπάθεια» β. «συλλογικό διάβημα») 2. αυτός που είναι σχετικός με ομάδα, με σύλλογο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλο(γ)ικά ο νους, το λογικό, το… …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • Greco-Turkish War (1919–1922) — For other uses, see Greco Turkish War (disambiguation). Greco Turkish War of 1919–1922 (Interwar period) Part of the Turkish War of Independence …   Wikipedia

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»