-
1 διαλογίζομαι
διαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st sg -
2 διαλογιζομαι
1) производить расчет, рассчитываться(πρός τινα Dem.)
2) делать подсчет, рассчитывать, соображать, размышлять(πρὸς ἑαυτόν Isocr., Plat., Isae.)
3) отличать друг от друга, различать(τὰ καλὰ καὴ τὰ μή Aeschin.)
4) рассуждать, обсуждать(περί τινος Xen.)
-
3 διαλογίζομαι
διαλογίζομαι mid. dep.; impf. διελογιζόμην; fut. διαλογιοῦμαι LXX; 1 aor. διελογισάμην LXX (s. λογίζομαι; Democr., X., Pla. et al.; ins, pap, LXX; TestSol, TestJob; Just., D. 8, 1).① to think or reason carefully, esp. about the implications of someth., consider, ponder, reason (EpArist 256) τὶ ἐν ἑαυτῷ someth. in one’s own mind (TestJob 2:3; Philo, Spec. Leg. 1, 213) Hs 9, 2, 6; GJs 4:1 (cod. D. not Bodm pap). ἐν ἑαυτοῖς Mt 16:7f; 21:25; Mk 2:8; Lk 12:17. Also ἐν τῇ καρδίᾳ Hv 1, 1, 2. ἐν ταῖς καρδίαις Mk 2:6, 8; Lk 5:22; Hv 3, 4, 3. ἐν τ. καρδίαις περί τινος Lk 3:15. παρʼ ἑαυτοῖς Mt 21:25 v.l. πρὸς ἑαυτούς (Pla., Soph. 231c πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς διαλογισώμεθα; Diod S 20, 12, 5 διελογίζετο πρὸς αὑτόν; Just., D. 8:1) Mk 11:31. W. indirect quest. foll. Hv 3, 4, 3; Lk 1:29; GJs 14:1. Abs. Lk 5:21; Hv 3, 1, 9; 4, 1, 4. δ. ταῦτα harbor these thoughts m 9:2 (cp. Ps 76:6).② to discuss a matter in some detail, consider and discuss, argue (X., Mem. 3, 5, 1; Ps 139:9) πρός τινα w. someone Mk 8:16; perh. 11:31 (s. 1); Lk 20:14. W. ὅτι foll. Mk 8:17. Abs. 9:33.—DELG s.v. λέγω p. 626. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διαλογίζομαι
-
4 διαλογίζομαι
{с.гл., 16}1. размышлять, соображать, рассчитывать, помышлять, думать;2. обсуждать, обговаривать, дискуссировать, рассуждать.Ссылки: Мф. 16:7, 8; 21:25; Мк. 2:6, 8; 8:16, 17; 9:33; Лк. 1:29; 3:15; 5:21, 22; 12:17; 20:14; Ин. 11:50. LXX: 2803 ( בשׁח).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλογίζομαι
-
5 διαλογίζομαι
{с.гл., 16}1. размышлять, соображать, рассчитывать, помышлять, думать;2. обсуждать, обговаривать, дискуссировать, рассуждать.Ссылки: Мф. 16:7, 8; 21:25; Мк. 2:6, 8; 8:16, 17; 9:33; Лк. 1:29; 3:15; 5:21, 22; 12:17; 20:14; Ин. 11:50. LXX: 2803 ( בשׁח).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλογίζομαι
-
6 διαλογίζομαι
1. размышлять, соображать, рассчитывать, помышлять, думать; 2. обсуждать, обговаривать, дискуссировать, рассуждать; LXX: (חשׂב).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαλογίζομαι
-
7 διαλογίζομαι
δια|λογίζομαι разбираться, рассуждать про себя -
8 διαλογίζομαι
+ V 0-1-0-8-3=12 2 Sm 19,20; Ps 9,23(10,2); 20(21),12; 34(35),20; 35(36),5to devise, to consider [τι] Ps 20(21),12; to think on, to consider [τι] Ps 118(119),59; id. [ὑπέρ τινος] 2 Mc 12,43; to impute [τι] 2 Sm 19,20*Ps 139(140),9 διελογίσαντο κατ᾽ ἐμοῦ they devised evil against me -עלי זממו for MT אל־ ו/זממdo not... his evil plot→ NIDNTT; TWNT -
9 διαλογίζομαι
A- λελόγισμαι Amphis 33.9
:—balance accounts,πρός τινα D.52.3
; (iii B.C.):—[voice] Pass., SIG 241C127 (Delph., iv B.C.).2 calculate exactly,ὁπόσον.. Diph.43.15
, cf. Amphis l.c.; consider,ἀεί τι δ. καλόν Democr.112
, cf. Isoc.6.90, Men.Epit.36; κενὰ δ. ib. 347;πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45
; stop to consider, D.18.98; distinguish between,τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aeschin.1.18
.IV c. acc. loci. hold a circuit court (Lat. conventus) for a district, PRyl. 74.8 (ii A.D.), POxy.484.24 (ii A.D.);ἐν Ἰονλιοπόλει BGU903.18
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογίζομαι
-
10 διαλογίζομαι
δια-λογίζομαι, dep. med., (1) mit einem zusammen- u. abrechnen; dah. überlegen, erwägen. (2) mit einander über philosophische Dinge sprechen -
11 διαλογίζομαι
düşünmek, düşünceye dalmak -
12 διαλογίζομαι
speculateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαλογίζομαι
-
13 διαλογίζεσθε
διαλογίζομαιbalance accounts: pres imperat mp 2nd plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 2nd plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres imperat mp 2nd plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 2nd plδιαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
14 διαλογιζομένων
διαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp fem gen plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp masc /neut gen plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp fem gen plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp masc /neut gen pl -
15 διαλογιζόμεθα
διαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st plδιαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
16 διαλογιζόμενον
διαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp masc acc sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp neut nom /voc /acc sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp masc acc sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
17 διαλογίζομ'
διαλογίζομαι, διαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st sgδιαλογίζομαι, διαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 1st sg -
18 διαλογίζου
διαλογίζομαιbalance accounts: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)διαλογίζομαιbalance accounts: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
19 διαλογίσεται
διαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd sg (epic)διαλογίζομαιbalance accounts: fut ind mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd sg (epic)διαλογίζομαιbalance accounts: fut ind mp 3rd sg -
20 διαλογίσομαι
διαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 1st sg (epic)διαλογίζομαιbalance accounts: fut ind mp 1st sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 1st sg (epic)διαλογίζομαιbalance accounts: fut ind mp 1st sg
См. также в других словарях:
διαλογίζομαι — balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομαι — διαλογίζομαι, διαλογίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογίζεσθε — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζομένων — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμεθα — διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμενον — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομ' — διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζου — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζῃ — διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)