-
1 размышлять
-
2 судить
сужу, судишь.επιρ. μτχ. судя ρ.δ.1. κρίνω•судить о знаниях учащихся κρίνω τις γνώσεις των μαθητών•
судить по собственному опыту κρίνω από δική μου πείρα•
судить по его словам κρίνω από τα λόγια του.
|| εκτιμώ. || κατακρίνω, επικρίνω, καταδικάζω.2. δικάζω•меня не -ли δε με δίκασαν•
судить преступника δικάζω τον εγκληματία.
3. (αθλτ.) είμαι διαιτητής.4. προκρίνω, προαποφασίζω (για μοίρα, τύχη κ.τ.τ.).εκφρ.-япо... – κρίνοντας απο... судить и рядить; судить да рядить (απλ.) διανοούμαι., διαλογίζομαι, λογιάζω.1. καταφεύγω στο δικαστήριο.2. δικάζομαι.3. κρίνομαι. || σκέπτομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι. -
3 соображать
соображатьнесов1. (размышлять) σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι· 2.. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ, ἀντιλαμβάνομαι:хорошо́ \соображать κόβει τό μυαλό μου· плохо \соображать δέν μου κόβει πολύ. -
4 meditate
['mediteit]1) (to think deeply: He was meditating on his troubles.) συλλογίζομαι2) (to spend short, regular periods in deep (especially religious) thought: He meditates twice a day.) διαλογίζομαι•- meditative
- meditatively -
5 думать
ρ.δ.1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•
ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•
тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•
и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.
2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•
не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•
что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;
|| εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.
4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•-ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•
он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.
εκφρ.и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•не думано – απρόοπτα•я -ю! – και βέβαια! εννοείται!μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•
всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.
-
6 задумать
ρ.σ,μ.1. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι•задумать жениться σκέφτομαι να παντρευτώ.
2. βάζω με το νου μου, σκέφτομαι νοερά•- айте какую-н. одну карту βάλτε με το νου σας ένα οποιοδήποτε παιγνιόχαρτο.
1. σκέφτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι• μελετώ•задумать над вопросом σκέφτομαι ένα ζήτημα•
задумать о будущем σκέφτομαι για το μέλλον.
|| πέφτω (βυθίζομαι) σε σκέψεις• α-πορροφούμαι.2. ταλαντεύομαι, διστάζω•не -лся сказать правду δε δίστασε να πει την αλήθεια.
-
7 измыслить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измышленный, βρ: -лен, -а, -оσκέφτομαι, διαλογίζομαι. || επινοώ, σοφίζομαι, εξευρίσκω.επινοούμαι, σοφίζομαι. -
8 мыслить
-лю, -лишь, μτχ. ενστ. мыслящий, παθ. μτχ. ενστ. мыслимый, βρ: -лим, -а, -о;ρ.δ.1. σκέφτομαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι• κρίνω. || στοχάζομαι, εικάζω, φαντάζομαι.2. υπολογίζω, υποθέτω.εννοούμαι. -
9 помышлять
ρ.δ. παλ. σκέπτομαι, συλλογί-μαι, διανοούμαι. || διαλογίζομαι, βάζω με το νου μου, στοχάζομαι. -
10 пораскинуть
-
11 придумать
ρ.σ.μ.1. επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, τεχνάζομαι.2. καταλαβαίνω, εννοώ.διαλογίζομαι, σκέπτομαι μού ρχεται στο νού, μου κατεβαίνει, μου περνά (ιδέα, σκέψη κ.τ.τ.). -
12 размыслить
ρ.σ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, λογιάζω•размыслить о деле σκέφτομαι για την υπόθεση.
-
13 смекать
ρ.δ. (απλ.),1. εννοώ, καταλαβαίνω αμέσως.2. σκέπτομαι, βάζω με το νου μου, διαλογίζομαι. -
14 соображать
ρ.δ.1. μ. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, πιάνω με τη σκέψη. || απεικάζω, μαντεύω.2. μ. βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, διαλογίζομαι• κρίνω.3. μ. παλ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.παλ. παίρνω υπ όψη•соображать с обстоятельствами λαβαίνω υπ όψη τις περιστάσεις.
|| αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι. -
15 speculate
1) διαλογίζομαι2) εικάζω3) κερδοσκοπώ
См. также в других словарях:
διαλογίζομαι — balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομαι — διαλογίζομαι, διαλογίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογίζεσθε — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζομένων — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμεθα — διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμενον — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομ' — διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζου — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζῃ — διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)