-
1 πνῑγηρός
πνῑγηρός, stickend, erstickend, zum Ersticken heiß, eng; ὁδὸς εἰς Ἅιδου, durch Erhängen, Ar. Ran. 122; ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτᾶσϑαι, Thuc. 7, 49; οἰκήματα, Philostr. u. a. Sp.
-
2 σμῑκρίζεσθαι
σμῑκρίζεσθαι, nach Hesych. = διαιτᾶσϑαι, was Mein. gut in διαττᾶσϑαι ändert.
-
3 τρυφάω
τρυφάω, weichlich, üppig leben, locker und lustig, herrlich und in Freuden leben, ein prunkvolles, vornehmes Leben führen; ἐν ταῖς ἐσϑῆσιν, Isocr. 2, 32; τὰ σώματα διὰ τοὺς πλούτους τρυφῶντες, 4, 151; übh. vornehm thun; schwelgen, in Etwas, ἐπὶ πόϑῳ τρυφῶσα, Eur. I. A. 1303; Ar. Nubb. 49 Lys. 405; καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσϑαι, Xen. b. Ath. 1, 11; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 527. 637; Ggstz von γλίσχρως ζῆν, Arist. pol. 2, 7; stolz u. übermüthig sein, Eur. Suppl. 226; Plat. Prot. 327 e; τῇ βασιλικῇ καὶ τρυφώσῃ παιδευϑεὶς παιδείᾳ, Legg. III, 695 d; αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν, Dem. 19, 197; auch = träge sein, Plat. Lach. 179 d; οἱ τρυφῶντες καὶ ἀδύνατοι διαπονεῖν, Ep. VII, 341 a; ὁ τρυφῶν, Ggstz von ὁ ἐπιμελόμενος, Xen. Mem. 3, 11, 10.
-
4 λῑτός
λῑτός (verwandt mit λίς, λεῖος), glatt, eben, schlicht, zunächst von glatter Weberei, im Gegensatz der bunt durchwirkten oder gestickten, ποικίλος u. δαίδαλος, s. λίς. – Λιτὴ δίαιτα, einfache, frugale Lebensweise, Plut., wie σιτία, Pol. 8, 37, 1; τροφὴ λιτοτάτη, Ath. V, 191 f; λ. βίος, Men. Stob. fl. 20, 17; ξεινίζειν ταχέως λιταῖσι τραπέζαις, Phocyl. 76; oft in der Anth., λιτῆς δῶρα ϑυηπολίης, Gaetul. 1 (V, 17), vgl. 3 (VI, 190); λιτὸς ἐγὼ τὰ τύχης, Antiphil. 6 (VI, 250). Aehnl. vrbdt Pol. λιτὸς κατὰ τὴν ἐσϑῆτα καὶ σίτησιν, 11, 10, 3, καὶ αὐτάρκης, 6, 48, 7; τὸ λιτόν, die Einfachheit, Plut. u. a. Sp. So auch adv. λιτῶς, D. L. 6, 105; λιτότατα διαιτᾶσϑαι, 10, 11. – Es nimmt aber dann auch die allgemeinere Bdtg »gering«, »unbedeutend« an, πολισμάτιον, Pol. 32, 23, 3; Ggstz von μέγας, Callim. Apoll. 10; auch = arm, Maneth. 2, 488. – Spätere schrieben auch λειτός, Phot. Vgl. Wolf Anal. 4 p. 508 ff.
-
5 ἀν-ειμένως
ἀν-ειμένως, losgelassen, zügellos, διαιτᾶσϑαι, Ggstz ἐπίπονος ἄσκησις, Thuc. 2, 39; πίνειν καὶ ϑορυβεῖν Xen. Cyr. 4, 5, 8. Vgl. ἀνίημι.
См. также в других словарях:
διαιτᾶσθαι — διαιτάω treat pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγηρός — ή, ό / πνιγηρός, ά, όν, ΝΑ αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση τού λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ.… … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek