-
1 Διαδρομάν
-
2 Διαδρομᾶν
-
3 διαδρομάν
-
4 διαδρομᾶν
-
5 διαδρομη
ἥ тж. pl.1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха(ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
2) распространение3) движение, течение(διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
4) свободный проход, дорожка(ἱκανέ δ. τινι Xen.)
5) бассейнδιαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки
-
6 ὁμαίμων
A = ὅμαιμος, Hdt.5.49, A. Th. 415 : metaph., ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες near akin to.., ib. 351(lyr.): [comp] Comp. more near akin,S.
Ant. 486.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμαίμων
См. также в других словарях:
Διαδρομᾶν — Διαδρόμης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαίμων — ὁμαίμων, ον (Α) 1. ο όμαιμος 2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, έρα, ερον ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ ἀδελφῆς, εἰθ ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.) 3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν … Dictionary of Greek