-
1 διά-ξηρος
-
2 δια-καής
δια-καής, ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.
-
3 διάξηρος
-
4 ξύλον
ξύλον, ου, τό (Hom.+).① wood as a plant substance in unmanufactured form, wood (the wood for the offering of Isaac linked typologically with the cross of Christ: Iren. 4, 5, 4 [Harv. II 157, 2]; Orig., C. Cels. 6, 70, 12) Dg 2:2; Ox 1 recto, 8 (ASyn. 171, 5; cp. GTh 77; s. λίθος 1). πᾶν ξ. θύϊνον every kind of citron wood Rv 18:12a. ξ. τιμιώτατον very precious wood vs. 12b. Pl. wood as building material (Diod S 5, 21, 5 κάλαμοι and ξύλα; PFlor 16, 23; Just., D. 86, 6 εἰς οἰκοδομήν; Tat. 37, 1) 1 Cor 3:12; for making cult images ξύλα κ. λίθους (Sextus 568; Tat.4, 2) together w. other materials 2 Cl 1:6; PtK 2 p. 14, 13 (Ath. 15, 1). As fuel (POxy 1144, 15 ξύλα εἰς θυσίαν; Gen 22:3, 6; Lev 1:7) MPol 13:1; Hs 4:4.② object made of wood (of polytheists’ reverence for cult images: σέβονται λίθους καὶ ξύλα Theoph. Ant. 1, 10 [p. 80, 5])ⓐ of a piece of wood designed for a specific purposeα. a relatively long piece that can be set in the ground, pole (Diod S 5, 18, 4; Maximus Tyr. 2, 8b), as of the one on which Moses raised the brass serpent (Num 21:8f) B 12:7.β. club, cudgel (Hdt. 2, 63; 4, 180; Polyb. 6, 37, 3; Herodian 7, 7, 4; PHal 1, 187; PTebt 304, 10; Jos., Bell. 2, 176, Vi. 233) pl. (w. μάχαιραι) Mt 26:47, 55; Mk 14:43, 48; Lk 22:52.ⓑ a device for confining the extremeties of a prisoner, stocks (Hdt. 6, 75; 9, 37; Lysias 10, 16; Aristoph., Eq. 367; 394; 705; also Chariton 4, 2, 6; OGI 483, 181 [s. the note]; Job 33:11) τοὺς πόδας ἠσφαλίσατο αὐτῶν εἰς τὸ ξύλον he fastened their feet in the stocks Ac 16:24.ⓒ a wooden structure used for crucifixion, cross (Alexis Com. [IV B.C.] 220, 10 ἀναπήγνυμι ἐπὶ τοῦ ξύλου; Philo, Somn. 2, 213; Just., A II, 3, 1 ξύλῳ ἐμπαγῆναι, D. 138, 2 διʼ ὕδατος καὶ πίστεως καὶ ξύλου; Iren. 1, 14, 6 [Harv. I 140, 10]; διὰ ξύλου θάνατος καὶ διὰ ξ. ζωή, θ. μὲν κατὰ τὸν Ἀδάμ, ζ. δὲ κατὰ τὸν χριστόν Orig., C. Cels. 6, 36, 28.—Outside the NT also ‘gallows’: the scholiast on Aristoph., Ran. 736 cites a proverb ἀπὸ καλοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι=if you must hang yourself choose a decent tree; Esth 5:14; 6:4, reproduced Jos., Ant. 11, 246: a ξ. sixty cubits high is to be cut down. Most often OT refers to hanging or impalement of a criminal’s corpse on a post ἐπὶ (τοῦ) ξύλου Gen 40:19; Dt 21:22f; Josh 10:26).—ἡ βασιλεία Ἰησοῦ ἐπὶ ξύλῳ the reign of Jesus is based on the wood (of the cross) B 8:5, cp. vs. 1; 12:1 (fr. an apocr. prophetic writing, perh. 4 Esdr 5:5. S. UHolzmeister, Verb Dom 21, ’41, 69–73). κρεμάσαι ἐπὶ ξύλου hang on the cross Ac 5:30; 10:39. ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου Gal 3:13 (Dt 21:23; cp, Mel., P. 70, 507; 104, 805 ἐπὶ ξύλου κρεμασθείς). καθελεῖν ἀπὸ τοῦ ξ. take down fr. the cross (cp. Josh 10:27) Ac 13:29. πάσχειν ἐπὶ ξύλου B 5:13. τὰς ἁμαρτίας ἀναφέρειν ἐπὶ τὸ ξ. bear the sins on (or to) the cross, to destroy them on the cross 1 Pt 2:24=Pol 8:1.—WSvLeeuwen, NThSt 24, ’41, 68–81.③ tree (this usage is perceptible in Eur., Hdt.; Ctesias [IV B.C.]: 688 Fgm. 45n p. 500 Jac., in Apollon. Paradox. 17 παρʼ Ἰνδοῖς ξύλον γίνεσθαι; Theophr., HP 5, 4, 7; Fgm. Iamb. Adesp. 17 Diehl; Plut., Lycurgus 47 [13, 7]; Harpocration s.v. ὀξυθυμία; PTebt 5, 205 [118 B.C.]; PFlor 152, 4; Gen 1:29; 2:9; 3:1ff; Is 14:8; Eccl 2:5; PsSol 11:5; GrBar 4:8, 16; ApcSed 8:3; Tat. 919, 3 ξύλῳ μαντικῷ) Dg 12:8. ὑγρόν, ξηρὸν ξ. a green, a dry tree Lk 23:31 (s. ξηρός 1 and cp. Polyaenus 3, 9, 7 ξύλα ξηρά [opp. χλωρά].—AHiggins, ET 57, ’45/46, 292–94). πάγκαρπον ξ. a tree bearing all kinds of fruit Dg 12:1. ξ. ἄκαρπον a tree without (edible) fruit (of the elm) Hs 2:3. ξύλῳ ἑαυτὸν συμβάλλειν compare oneself to a tree 1 Cl 23:4a; 2 Cl 11:3 (both script. quots. of unknown orig.). τὰ φύλλα τοῦ ξ. Rv 22:2b; καρπὸς τοῦ ξ. 1 Cl 23:4b. Of trees by watercourses B 11:6 (Ps 1:3). ξ. γνώσεως Dg 12:2a (cp. Gen 2:9, 17; ApcMos 7 al.; Did., Gen. 94, 16); ξ. (τῆς) ζωῆς (Gen 2:9; TestLevi 18:11; ApcEsdr 2:11 p. 26, 5 Tdf.; ApcSed 4:5; ApcMos 19, 22, 28; Did., Gen. 110, 26; τὰ δὲ δύο ξ. τὸ τῆς ζωῆς καὶ τὸ τῆς γνώσεως Theoph. Ant. 2, 24 [p. 156, 19]) Rv 2:7; 22:2a (RSchran, BZ 24, ’38/39, 191–98), 14, 19; Dg 12:2b (cp. vs. 3 and PsSol 14:3 ξύλα τῆς ζωῆς; s. ζωή 2bβ; LvSybel, Ξύλον ζωῆς: ZNW 19, 1920, 85–91; UHolmberg, D. Baum d. Lebens 1923; HBergema, De Boom des Levens in Scrift en Historie, diss. Hilversum ’38; CHemer, The Letters to the Seven Churches of Asia in Their Local Setting ’89 [’86] 41–47; RAC II 1–34; VIII 112–41).—B. 50; 1385. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
5 καταξηρος
21) высохший, пересохший(ἥ γλῶττα Arst.)
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.) -
6 ὑγρός
A , etc.: [comp] Sup.- ότατος X.Eq.7.7
, etc.:—wet, moist, fluid (opp. ξηρός) , ὑγρὸν ἔλαιον, i. e. olive-oil, opp. fat or tallow, Il.23.281, Od.6.79; ὑ. πίσσα, νᾶπυ, raw pitch, liquid mustard, SIG1171.14 (Lebena, i B. C.), IG42(1).126.22 (Epid., ii A. D.); τὸ ὑ. ξύλον, opp. τὸ ξηρόν, Ev.Luc.23.31;ὑγρὸν ὕδωρ Od.4.458
; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες winds blowing moist or rainy, 5.478, 19.440, Hes.Op. 625, Th. 869; ὑ. ἅλς, πέλαγος, θάλασσα, Pi.O. 7.69. P.4.40, A.Supp. 259; ὑγρὰ νύξ a wet night, Pl.Criti. 112a; ἐφ' ὑγροῖς ζωγραφεῖν paint on a wet ground, Plu.2.759c.2 ὑγρά, [dialect] Ion. ὑγρή, ἡ, the moist, i.e. the sea,ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il.14.308
; , Od.1.97; ;πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27
; so ὑγρὰ κέλευθα the watery ways, i. e. the sea, 1.312, Od.3.71.3 τὸ ὑ. andτὰ ὑ.
wet, moisture,Hdt.
1.142, Hp.Loc.Hom.9, Liqu. tit.; Liquid, Hdt.4.172;γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα Pl.Tht. 147c
; ἐξερρύα συχνὸν ὑγρόν a quantity of fluid, IG42(1).122.4 (Epid., iv B. C.); μετρεῖν τὰ ὑγρά liquids, ib.22.1013.10;ἐπὶ ὑγροῖς οὐκ ἐξὸν δανείζειν PGnom. 232
(ii A. D.).4 μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά liquid and dry measure, Pl.Lg. 746e.5 θῆρες ὑ. water-animals, opp. πεζοί, AP9.18 (Germ.);οἱ ὄρνιθες οἱ ὑ. Philostr. Im.1.9
; ὑ. ἀοιδός, of a frog, AP6.43 ([place name] Plato).6 of the bowels or faeces, loose, Hp.Aph.2.20, Arist.HA 617a1.7 ὑ. σφυγμός a damp pulse, defined by Gal.19.405.II soft, pliant, supple, of the eagle's back, Pi.P.1.9; of the limbs and body,ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E. Fr. 941
, cf. Babr.34.7; ὑγρὸς τὸ εἶδος, of Ἔρως, Pl.Smp. 196a; νεώτερος καὶ ὑγρότερος, opp. σκληρός, Id.Tht. 162b;χορῷ.. ἔτερπον κέαρ ὑγροῖσι ποσσί B.16.108
;ὑ. ὀρχηστής Poll.4.96
, cf. Arist.PA 655a24 ([comp] Comp.); ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, of a horse, X.Eq.1.6; of a horse's neck, Id.Cyn.4.1 (so in Adv. of colts, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι, Id.Eq.1.6, 10.15); of the hare, Id.Cyn.5.31; of the jackal,ταχυτῆτι διαφέρει διὰ τὸ ὑγρὸς εἶναι καὶ πηδᾷ πόρρω Arist. HA 580a30
; also of plants,ὑ. ἄκανθος Theoc.1.55
;ὑ. χολάδες Babr. 1.10
; σῶμα ὑγρὸν κείμενον lying in an easy position, Hp.Prog.3;ὑγρὸν χύτλασον σεαυτόν Ar.V. 1213
; κέρας ὑ., of a bow, Theoc.25.206.2 languid, feeble, of one dying,ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα.. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant. 1236
;κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα E.Ph. 1439
.4 moist with wine, tipsy,ὑγρὴν τὴν ψυχὴν ἔχειν Heraclit.117
;ἡ διάνοια ὑ. γεγενημένη Plu. 2.713a
;οἰνοβαρὴς.. ὑγρὸν ἀείδων, οὐ μάλα νγφάλιον κλάζων μέλος Opp. H.2.412
.5 of the eyes, melting, languishing,ὑ. βλέμμα Anacreont. 15.21
; (Antip. Sid.);ἐπ' ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς APl.4.306
(Leon.);τῶν ὀφθαλμῶν τὸ ὑ. ἅμα τῷ φαιδρῷ Luc.Im.6
; also πόθος ὑ. a languishing, longing desire, h.Pan.33. Adv.,ὑγρῶς βλέπειν Philostr.Ep.33
: [comp] Sup.,ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδεῖν App.BC1.106
.6 of language, smoothly flowing, D.H.Dem. 20.7 metaph. of persons or their tempers, facile, pliant, easy,ὑγρός τις καὶ δημοτικός Plu.Mar.28
;κόλαξ ὑγρὸς ὢν μεταβάλλεσθαι Id.2.51c
; τὸ Κίμωνος ὑ. his easy temper, Id.Per.5; pleasure-loving, Hsch.; ὑγρότατος ἐς ταῦτα prone to.., App.BC5.8;ὑ. τῷ γελοίῳ Plu. Brut.29
([comp] Comp.).b soft, dainty, luxurious, voluptuous, Id.2.751a;ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Id.Sol.3
;βίου.., ὃν πάντες εἰώθασιν ὀνομάζειν ὑγρόν Alex.203
; cf.ὑγρότης 11.2
.8 of the vowels α ι υ, sometimes long and sometimes short, S.E.M.1.100.III Adv. ὑγρῶς, v. supr. 11.1 and 5; also ὑγρότερον δαπανᾶν spend more freely, Phld. Oec.p.73J.
См. также в других словарях:
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek