-
61 3610
{сущ., 5}слуга, раб, прислуга при доме.Ссылки: Лк. 16:13; Деян. 10:7; Рим. 14:4; 1Пет. 2:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3610
-
62 οἰκέτης
{сущ., 5}слуга, раб, прислуга при доме.Ссылки: Лк. 16:13; Деян. 10:7; Рим. 14:4; 1Пет. 2:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰκέτης
-
63 οικέτης
{сущ., 5}слуга, раб, прислуга при доме.Ссылки: Лк. 16:13; Деян. 10:7; Рим. 14:4; 1Пет. 2:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οικέτης
-
64 5257
{сущ., 20}слуга, служитель, помощник.Ссылки: Мф. 5:25; 26:58; Мк. 14:54, 65; Лк. 1:2; 4:20; Ин. 7:32, 45, 46; 18:3, 12, 18, 22, 36; 19:6; Деян. 5:22, 26; 13:5; 26:16; 1Кор. 4:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5257
-
65 ὑπηρέτης
{сущ., 20}слуга, служитель, помощник.Ссылки: Мф. 5:25; 26:58; Мк. 14:54, 65; Лк. 1:2; 4:20; Ин. 7:32, 45, 46; 18:3, 12, 18, 22, 36; 19:6; Деян. 5:22, 26; 13:5; 26:16; 1Кор. 4:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπηρέτης
-
66 υπηρέτης
{сущ., 20}слуга, служитель, помощник.Ссылки: Мф. 5:25; 26:58; Мк. 14:54, 65; Лк. 1:2; 4:20; Ин. 7:32, 45, 46; 18:3, 12, 18, 22, 36; 19:6; Деян. 5:22, 26; 13:5; 26:16; 1Кор. 4:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπηρέτης
-
67 αὐτοδιάκονος
A serving oneself, Str.16.4.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιάκονος
-
68 διακονέω
Aἐδιακόνουν E.Cyc. 406
(dub.), Alc. Com.13, Nicostr.Com.36; laterδιηκόνουν Ev.Matt.4.11
: [tense] fut.- ήσω Hdt.4.154
, Pl.Grg. 521a: [tense] aor.διηκόνησα Aristid.2.198
J.; inf. : [tense] pf.δεδιακόνηκα Arched.3.8
:—[voice] Med., [tense] impf.διηκονούμην Luc.Philops.35
: [tense] fut.- ήσομαι Id.DDeor.4.4
: [tense] aor.διηκονησάμην Id.Tyr.22
:—[voice] Pass., [tense] fut.δεδιακονήσομαι J.AJ18.8.7
: [tense] aor.ἐδιακονήθην D.50.2
: [tense] pf. δεδιακόνημαι, v. infr. 11: ([etym.] διάκονος):—minister, do service, abs., E. Ion 396, Ar.Av. 1323, POxy.275.10(i A.D.): c. dat. pers., serve D.19.69, etc.;δ. διακονικὰ ἔργα Arist.Pol. 1333a8
; δ. ὑποθήκαις τινός Antipho 1.17; δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Posidipp.2; δ. πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Pl.R. 371d:—[voice] Med., minister to one's own needs, serve oneself, S.Ph. 287;αὑτῷ διακονεῖται Ar.Ach. 1017
; διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς acting as servants and serving themselves, Pl.Lg. 763a: also simply like [voice] Act.,οἶνον ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Luc.Asin.53
, cf. Lib.Or.53.9:—[voice] Pass., to be served,οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι Ev.Matt.20.28
.2 to be a deacon, 1 Ep.Ti.3.10,13.II c.acc.rei, render a service,τινὶ ὅ τι ἂν δεηθῇ Hdt.4.154
, cf.Pl.Plt. 290a;δ. γάμους Posidipp.26.19
:—[voice] Pass., to be supplied, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] D.50.2;τῶν καλῶς δεδιακονημένων Id.51.7
: c. dat. instr.,ἐκπώμασι διακονείσθωσαν OGI383.159
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακονέω
-
69 διάκτορος
διάκτορος, ὁ, epith. of Hermes in Hom.,Aδ. Ἀργεϊφόντης Il.2.103
, Od.5.43, etc.; δ. alone, ib.12.390, 15.319;Ζηνὸς δ. AP13.2
(Phaedim.): variously expld. by ancient writers, cf. Nessas 2, Corn. ND16, EM268.10, Eust.182.8, etc.: apptly. taken as minister, = διάκονος, by A.Pr. 941; as messenger ([etym.] διάγων ἀλλελίας), by later poets, ὄρνι Διὸς δ., of the eagle, AP7.161 (Antip.Sid.); applied to Iris by Nonn.D.31.107; to Athena, ib.30.250 (so perh.of Athena's owl, Call. Fr. 164; πολέμων δ., of a poet, Luc.Alex.33); cf. συνδιάκτορος: used as neut. Adj.,διάκτορα δηϊοτῆτος ἔγχεα Nonn.D.39.82
: cf. διάκτωρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκτορος
-
70 διάκων
-
71 κακοδιάκονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδιάκονος
-
72 κιάθω
-
73 πορνοδιάκονος
A bacario, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορνοδιάκονος
-
74 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
75 πρωτοδιάκονος
A first deacon, Supp.Epigr.6.243 (Phrygia, v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοδιάκονος
-
76 ἀρχιδιάκονος
A chief deacon, Just.Nov.123.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιδιάκονος
-
77 ἀντιδιάκονος
-
78 ἀρχιδιάκονος
-
79 αὐτοδιάκονος
-
80 συνδιᾱκονος
См. также в других словарях:
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
διάκονος — διά̱κονος , διάκονος servant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκονος — ο ιερωμένος με τον κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό, ο διάκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Диакон — (διάκονος служитель) так называются лица, проходящие церковное служение на первой, низшей степени священства. По происхождению своему это служение относится к временам апостольским и возникло в церкви иерусалимской по следующему поводу. Многие… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
διηκόνους — διάκονος servant masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκόνων — διάκονος servant masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήκονε — διάκονος servant masc voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήκονον — διάκονος servant masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήκονος — διάκονος servant masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИАКОН — [дьякон; греч. διάκονος], одна из 3 священных степеней христ. церковной иерархии, низшая по отношению к степеням епископа и пресвитера. Происхождение служения Д. Архидиак. Андрей Мазур совершает каждение во время патриаршегобогослужения в храме… … Православная энциклопедия
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek