Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δεσ

См. также в других словарях:

  • poti-s —     poti s     English meaning: owner, host, master, husband     Deutsche Übersetzung: “Hausherr, Herr; Gatte”     Material: O.Ind. páti , Av. paiti “master, mister, lord, master, Gemahl”; O.Ind. pátnī “mistress, wife”, Av. paϑnī “mistress”;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Энклитика — (грамм.) слово (большей частью односложное: местоимение, союз или какая нибудь другая частица), утрачивающее собственное ударением (сохраняется оно лишь в определенных случаях) и подчиняющееся акцентуации предыдущего слова, с которым сливается в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Honor society — In the United States, an honor society is an organization of rank, the induction into which recognizes excellence among one s peers. There are numerous societies recognizing various fields and circumstances; the Order of the Arrow, for example,… …   Wikipedia

  • Эпентеза — (грамм.) фонетическое явление, состоящее в перенесении известных звуков (обыкновенно гласных) из последующих слогов в предыдущие. Процесс этот сводится к предвзятию (антиципации) известной артикуляции. Органы речи, приготовляясь к исполнению… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Delta Epsilon Sigma — [[Image: |80px|alt=]] The Society s Symbol. Formation 1939 Type Honor society Headquarters Saint Paul, Minnesota …   Wikipedia

  • Sociedad de honor — Las sociedades de Honor . Ilustración de la Tyee 1909 (Anuario de la Universidad de Washington). En los Estados Unidos, una sociedad de honor es una organización profesional, el ingreso en la cual reconoce la excelencia de la persona entre sus… …   Wikipedia Español

  • ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κτίσιμο — και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν]) ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο») 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ …   Dictionary of Greek

  • πιάσιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο τού ελαφιού με τον βρόχο») 2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα τού υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο») 3. το… …   Dictionary of Greek

  • πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»