Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεσπότ-ης

См. также в других словарях:

  • δεσπότ' — δεσπότα , δεσπότης master masc voc sg δεσπότα , δεσπότης master masc nom sg (epic) δεσπόται , δεσπότης master masc nom/voc pl δεσπότᾱͅ , δεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) δεσπότι , δεσπότις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσποτ' — δέσποτα , δεσπότης master masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DEIPARA — Graece Θεοτόκος, vide infra Mart. in Byzantinorum Impp. nummis, utpote Patrona ac Tutatrix urbis CP. habita, frequenter conspicitur. In eorum enim aereis primum litera M. cum subiecta litera A. Mariam omnino seu Deiparam, denotavit; quam in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Hospodar, der — Der Hospodār, des en, plur. die en, ein Titel, welchen heut zu Tage noch die von der Pforte abhängenden Fürsten der Moldau und Wallachey führen, und welcher aus dem Griech. δεσποτƞς verderbt ist, so wie das Russische Gospodi, Gott, und Gossodar,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • NUBES — in Sacris, a Deo saepius adhibita reperitur, cum Populo suo placuit se manifestare. Inprimis mamorabilis fuit Columna Nubis, quâ Aegyptô egressos Israelitas Deus per desertum duxit. Exod. c. 13. v. 21, 22. Dominus autem praecedebat eos, ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • καπετανάτο(ν) — το (επί τουρκοκρατίας) 1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου, τού οπλαρχηγού 2. η εδαφική περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία του ο καπετάνιος 3. ασύδοτη και καταπιεστική διοίκηση («καπετανάτο έχουμε εδώ πέρα;») 4. συν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… …   Dictionary of Greek

  • σογκουνάτο — το, Ν 1. η εξουσία και το αξίωμα τού σογκούν 2. το σύστημα τής εξουσίας τού σογκούν, που τυπικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο τού αυτοκράτορα και οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν στον έλεγχο τών ενόπλων δυνάμεων, αλλά, ουσιαστικά, και με την πάροδο… …   Dictionary of Greek

  • τουρμαρχάτον — τὸ, Μ η διοικητική περιφέρεια τής τούρμας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρμάρχης + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. δεσποτ άτον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»