-
1 δεσποτικός
δεσποτικός, -ή, -ό1) епископский:δεσποτικά άμφια — епископское облачение;
2) господний, относящийся ко Христу:δεσποτικά τροπάρια — тропари Христу Господу;
ΦΡ.Δεσποτικές εορτές οι Господские праздники – праздники, которые справляются в честь Господа Иисуса Христа, на которых воспоминаются особенные события из жизни Спасителя (Рождество Христово, Богоявление)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δεσποτικός
-
2 δεσποτικός
δεσποτικός, 1) den Herrn betreffend, συμφοραί Xen. Cyr. 7, 5, 64; δίκαιον, das Recht des Herrn, Arist. Eth. Nic. 5, 6. – 2) zur Herrschaft geeignet, τῶν ἀνϑρώπων, über die Menschen, Xen. oec. 13, 5; herrisch, gebieterisch, despotisch, Ggstz τὸ ἐλεύϑερον Plat. Legg. III, 697 c; δεσποτικώτερον ἀδικία δικαιοσύνης Rep. I, 344 c; δεσποτικῶς διακεῖσϑαι Dem. 17, 17 ἄδχειν Pol. 10, 36.
-
3 δεσποτικος
31) господский, хозяйский(συμφοραί Xen.)
δεσποτικὸν δίκαιον Arst. — власть господина (над рабами)2) обладающий неограниченной властью, деспотический(ἀδικία Plat.; τρόπος τῆς πολιτείας Arst.)
3) стремящийся к неограниченной власти(ὀλιγαρχία Arst.)
-
4 δεσποτικός
δεσποτικόςof: masc nom sg -
5 δεσποτικός
δεσποτικός, (1) den Herrn betreffend; δίκαιον, das Recht des Herrn. (2) zur Herrschaft geeignet, τῶν ἀνϑρώπων, über die Menschen; herrisch, gebieterisch, despotisch, Ggstz τὸ ἐλεύϑερον -
6 δεσποτικός
-
7 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
8 δεσποτικός
1) autocrat2) despotic3) imperiousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δεσποτικός
-
9 οἰκο-δεσποτικός
οἰκο-δεσποτικός, ή, όν, dem Hausherrn gehörig, geziemend, Cic. Att. 12, 44.
-
10 δεσποτικά
δεσποτικόςof: neut nom /voc /acc plδεσποτικά̱, δεσποτικόςof: fem nom /voc /acc dualδεσποτικά̱, δεσποτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 δεσποτικώτερον
δεσποτικόςof: adverbial compδεσποτικόςof: masc acc comp sgδεσποτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
12 δεσποτικόν
δεσποτικόςof: masc acc sgδεσποτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
13 δεσποτικαί
δεσποτικόςof: fem nom /voc pl -
14 δεσποτικοί
δεσποτικόςof: masc nom /voc pl -
15 δεσποτικούς
δεσποτικόςof: masc acc pl -
16 δεσποτικωτάτην
δεσποτικόςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
17 δεσποτικωτέρως
δεσποτικόςof: masc acc comp pl (doric) -
18 δεσποτική
δεσποτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 δεσποτικήν
δεσποτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 δεσποτικωτέρα
δεσποτικωτέρᾱ, δεσποτικόςof: fem nom /voc /acc comp dualδεσποτικωτέρᾱ, δεσποτικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
δεσποτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δεσπότη, αρχιερατικός: Δεσποτικός θρόνος. 2. αυτός που ασκεί αυταρχική εξουσία, απολυταρχικός: Η συμπεριφορά του απέναντι στους εργαζόμενους είναι δεσποτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
δεσποτικά — δεσποτικός of neut nom/voc/acc pl δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc/acc dual δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικώτερον — δεσποτικός of adverbial comp δεσποτικός of masc acc comp sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικῶν — δεσποτικός of fem gen pl δεσποτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικόν — δεσποτικός of masc acc sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαῖς — δεσποτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαί — δεσποτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικοῖς — δεσποτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)