-
21 δεσποτικωτέρας
δεσποτικωτέρᾱς, δεσποτικόςof: fem acc comp plδεσποτικωτέρᾱς, δεσποτικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
22 δεσποτικών
-
23 δεσποτικῶν
-
24 δεσποτική
-
25 δεσποτικῇ
-
26 δεσποτικήι
-
27 δεσποτικῆι
-
28 δεσποτικής
-
29 δεσποτικῆς
-
30 δεσποτικαίς
-
31 δεσποτικαῖς
-
32 δεσποτικοίς
-
33 δεσποτικοῖς
-
34 δεσποτικού
-
35 δεσποτικοῦ
-
36 δεσποτικώ
-
37 δεσποτικῷ
-
38 δεσποτικώι
-
39 δεσποτικῶι
-
40 δεσποτικώς
См. также в других словарях:
δεσποτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δεσπότη, αρχιερατικός: Δεσποτικός θρόνος. 2. αυτός που ασκεί αυταρχική εξουσία, απολυταρχικός: Η συμπεριφορά του απέναντι στους εργαζόμενους είναι δεσποτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
δεσποτικά — δεσποτικός of neut nom/voc/acc pl δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc/acc dual δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικώτερον — δεσποτικός of adverbial comp δεσποτικός of masc acc comp sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικῶν — δεσποτικός of fem gen pl δεσποτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικόν — δεσποτικός of masc acc sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαῖς — δεσποτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικαί — δεσποτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικοῖς — δεσποτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)