-
1 δεργμάτων
δέργμαlook: neut gen pl -
2 δια-φθορά
δια-φθορά, ἡ, 1) die Vernichtung, der Untergang; ἐφῆκεν ἰχϑύσιν Soph. Ai. 1297; ὀμμάτων, Blendung, O. C. 552; Λαΐου, Ermordung, O. R. 573; δεργμάτων Eur. Phoen. 877; τῆς πόλεως Thuc. 8, 86; μέχρι διαφϑορᾶς πολεμεῖν Plat. Menex. 242 d. – 2) Verschlechterung, Verderbniß, τῆς μορφῆς Aesch. Prom. 643; Plat. Soph. 228 a; νέων, Verführung, Xen. Apol. 19; κριτῶν, Bestechung, Arist. rhet. 1, 12; Pol. 5. 60; auch = Schändung, Hdn. 1, 11, 12. – 3) Abortiren, Medic.
-
3 αἱματ-ωπός
αἱματ-ωπός, blutig blickend, κόραι, die Erinnyen, Eur. Or. 246; übh. blutig, δεργμάτων διαφϑοραί, der Augen blutiger Verlust, Phoen. 870; vgl. Herc. Fur. 928 (wo Porson αἱματῶπας conj., vom nom. -ώψ); χρῶμα Plut. S. N. V. 22 M.
-
4 ἐπι-σκοπέω
ἐπι-σκοπέω, bei den bessern Att. nur im pr. u. impf. (vgl. ἐπισκέπτομαι), darauf sehen, betrachten, beobachten, τὸν ὑψόϑεν σκοπὸν ἐπισκόπει Aesch. Suppl. 376, vgl. Ch. 59; überschauen, wie der Feldherr, Eum. 286; besuchen, εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην Ag. 13; Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, von Bacchus, dem Schutzgott Thebens, Soph. Ant. 1123; vgl. Eur. I. T. 1414 Ar. Equ. 1173; δράκων ῥέεϑρα δεργμάτων κόραισι ἐπισκοπῶν Eur. Phoen. 661; χοροῦ κατάστασιν Ar. Th. 957; in Prosa, πρός τι, Plat. Legg. XI, 924 d; ἐμὲ φερόμενον Crat. 414 b; τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν Rep. VI, 490 d; εἰ ἔστιν ἐπισκοπῶμεν Charm. 168 a; πῶς ἔχει Gorg. 451 c; τίς εἴη Xen. Mem. 3, 2, 4; περί τινος, 3, 5, 1; ἐπεσκοποῦμεν εἴ τι ἐξαιροῦνται Dem. 35, 29; mustern, τὰς τάξεις Xen. An. 2, 3, 1; dem ἐφορᾶν entsprechend, Oec. 4, 6; Kranke besuchen, Cyr. 8, 2, 25. – Auch im med., εἰς τὸ ἀληϑὲς ἐπισκοπούμενος Plat. Phil. 61 e; ϑαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς Lys. 207 a; Xen. Oec. 10, 10. – Bei Sp. Bischof sein.
-
5 ἐπί-δειξις
ἐπί-δειξις, ἡ, ion. ἐπίδεξις, das Aufweisen, Vorzeigen, zur Schau Stellen, Probe; αἵ ϑ' αἱματωποὶ δεργμάτων διαφϑοραὶ ϑεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Έλλάδι Eur. Phoen. 871, ein Beweis von der Strafe der Götter; Xen. Mem. 3, 12, 1; ἀνδρῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππων, Truppenschau, Cyr. 8, 6, 15; vgl. Thuc. 6, 31; τὴν πονηρίας ποιούμενος Dem. 25, 50; – bes. ein Vortrag, mit dem man seine Gelehrsamkeit od. Beredsamkeit zeigen will, ποιεῖσϑαι, einen solchen Vortrag halten, Plat. Gorg. 447 c; ἠκηκόειν παρὰ Προδίκου τὴν πεντηκοντάδραχμον ἐπίδειξιν Crat. 384 b; λόγων καὶ φωνασκίας Dem. 18, 280; – Beweis, τῶν ἄλλων τὴν ἐπίδειξιν ἡμῖν εἰς αὖϑις ἀπόϑεσϑον Plat. Euthyd. 275 a; ἐπίδειξιν ποιεῖσϑαι, beweisen, Phaed. 99 d Soph. 217 e; bei Thuc. 3, 16 eine militairische Demonstration machen; ἐπίδειξιν λαμβάνειν, eine Prüfung anstellen, Plut. Sert. 14; – τοῠτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνϑρώπων ἀπίκετο, es kam zur Kenntniß der Menschen, Her. 2, 46.
-
6 αιματωπος
21) с кровожадным взором(κόραι = Ἐρινύες Eur.)
αἱ αἱματωποὴ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. — глаза, вырванные из кровавых орбит ( о самоослеплении Эдипа)2) кроваво-красный(χρῶμα Plut.)
-
7 διαφθορα
ἥ1) разрушение, разорение(τῆς πόλεως Thuc.)
2) повреждение, обезображивание, порча(τῆς μορφῆς Aesch.)
3) уничтожение, истреблениеΛαΐου διαφθοραί Soph. — убийство Лаия;4) развращение, совращение(τῶν νέων Xen.)
5) подкуп(διαφθοραὴ κριτῶν Arst.)
6) порочность7) тело, бросаемое на съедениеὕβρισμα καὴ διαφθοράν τινι Eur. — на посмеяние и на растерзание кому-л. -
8 γλῶσσα
(-α, -ας, -ᾳ, -αν; -αις)1 tongue in various metaphorical senses, speech, voice, song, etc.δόξαν ἔχω τινἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (i. e. talk, gossip) O. 8.69φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.42
τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει O. 11.9
τόλμα τέ μοι εὐθεῖᾰ γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν P. 1.86
εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός P. 4.283
γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (sc. Βάττος. outlandish tongue cf. Paus. 10. 15. 7) P. 5.59 κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε power of speech P. 5.111τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις P. 11.27
ῥῆμα δἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.8
ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.86
ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.72
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
γλῶσσα δοὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts I. 6.72 ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm.) Πα... ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι (γλωσσᾷ Π.) Παρθ. 2. 3. τὶν δαἶνος ἑτοῖμος, ὃν ἐν δίκᾳ ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος φθέγξατ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.13 -
9 αἱματωπός
αἱμᾰτ-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματωπός
-
10 κρείσσων
κρείσσων, ον, gen. ονος, as always in [dialect] Ep. and old [dialect] Att.; later [dialect] Att. [full] κρείττων; [dialect] Ion. [full] κρέσσων Hp.Fract.3, al., v.l. in Dionys.Trag. (v. infr. 11); [dialect] Dor. [full] κάρρων (q.v.); Cret. [full] κάρτων Leg.Gort.1.15:—[comp] Comp. of κρατύς (v. κράτιστος),A stronger, mightier,κ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80
; esp. in battle,κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι 21.486
;Διὸς κ. νόος ἠέ περ ἀνδρῶν 16.688
;κεραυνοῦ κρέσσον.. βέλος Pi.I.8(7).36
, cf. Hdt.7.172, Hp.l.c., etc.;κρείσσων χεῖρας Antipho 4.4.7
;τὸ τοῦ κ. συμφέρον Pl.R. 338c
, cf. Democr.267: hence, having the upper hand, superior,ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κ. τε γένηται Il.3.71
;κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε 23.578
: as Law-term, of witnesses, prevail,Leg.Gort.
l.c.2 freq. as [comp] Comp. of ἀγαθός, better, κρέσσονες one's betters, esp. in point of rank, Pi.O.10(11).39, N.10.72 (but also, the stronger, more powerful, E.Or. 710, Th.1.8, etc.); , cf. SIG685.134 (Magn. Mae., ii B. C.); οἱ κ. corps of guards at Thebes, Plu.2.598e; κρείσσονες θεοί, of the greater gods, as opp. to Oceanus, A.Pr. 902 (lyr.);ὁ κ. Ζεύς Id.Ag.60
(anap.); οἱ κ. the Higher Powers, Id.Fr.10, Pl.Sph. 216b, Euthd. 291a, etc.; τὰ κρείσσω, = τὰ θεῖα, E. Ion 973; τὸ κ. the Almighty, Providence, Corp.Herm.18.11, Jul.Ep. 204, Agath.1.16, Procop.Gaz. Pan.p.492; τὰ κρείσσονα one's advantages, .3 c. inf., οὔ τις ἐμεῖο κρείσσων.. δόμεναι no one has a better right to.., Od.21.345;οὐκ ἄλλος κ. παραμυθεῖσθαι Pl. Plt. 268b
; κρεῖσσόν ἐστι c. inf., 'tis better to..,κ. γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἢ.. πάσχειν κακῶς A.Pr. 750
, cf. 624, Hdt.3.52, etc.;τὸ μὴ εἶναι κ. ἢ τὸ ζῆν κακῶς S.Fr. 488
, cf. Apollod.Com.6; also κρείσσων εἰμί c. part., κ. γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός thou wert better not alive, than living blind, S.OT 1368, cf. Aj. 635 (lyr.);κ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aeschin.1.192
, cf. D.H.6.9.II c. gen. or ἤ, too great for, surpassing, beyond,ὕψος κ. ἐκπηδήματος A.Ag. 1376
; of evil deeds, κρείσσον' ἀγχόνης too bad for hanging, S.OT 1374; κρεῖσσον δεργμάτων too bad to look on, E.Hipp. 1217; ; λέγετι σιγῆς κρεῖσσον ()ἢ σιγὴν ἔχε Dionys.Trag. 6
;κρείσσον' ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα E.Supp. 844
; κ. ἢ λόγοισιν (sc. εἰπεῖν) Id.IT 837;ἀναρχία κ. πυρός Id.Hec. 608
; πρᾶγμα ἐλπίδος κ. γεγενημένον worse than one expected, Th.2.64;κ. λόγου τὸ κάλλος X.Mem.3.11.1
;κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Id.Cyr.7.5.9
.III having control over, master of, esp. of desires and passions,τῶν ἡδονῶν Democr.214
;τοῦ ἔρωτος X.Cyr.6.1.34
; γαστρὸς καὶ κερδέων ib.4.2.45; αὑτῶν over themselves, Pl.Phdr. 232a, al.; κ. χρημάτων superior to the influence of money, Th.2.60, Isoc.1.19;τῶν συμμάχων κ. X. Ath.2.1
; also, putting oneself above,κ. τοῦ δικαίου Th.3.84
; κρείσσους ὄντες.. τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου having reasoned themselves into an absolute belief of the hopelessness of certainty, ib.83; φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας, = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (just below), Arist.Pol. 1316a9.IV better, more excellent,ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κ. Heraclit.54
;κ. ἐπ' ἀρετήν Democr.181
; ὁ κρείττων λόγος (opp. ὁ ἥσσων) Ar.Nu. 113; κατὰ τὸ κ. in a higher sense, opp. κατὰ τὸ χεῖρον, Dam.Pr.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρείσσων
-
11 ἐπίδειξις
ἐπί-δειξις, ἡ,, das Aufweisen, Vorzeigen, zur Schau Stellen, Probe; αἵ ϑ' αἱματωποὶ δεργμάτων διαφϑοραὶ ϑεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Έλλάδι, ein Beweis von der Strafe der Götter; ἀνδρῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππων, Truppenschau; bes. ein Vortrag, mit dem man seine Gelehrsamkeit od. Beredsamkeit zeigen will, ποιεῖσϑαι, einen solchen Vortrag halten; Beweis; ἐπίδειξιν ποιεῖσϑαι, beweisen; eine militärische Demonstration machen; ἐπίδειξιν λαμβάνειν, eine Prüfung anstellen; τοῠτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνϑρώπων ἀπίκετο, es kam zur Kenntnis der Menschen
См. также в других словарях:
δεργμάτων — δέργμα look neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek