-
61 λιανός
η, ό 1.1) мелкий;λιανά φασόλια — мелкая фасоль;
λιανά
έξοδα — мелкие расходы;2) тонкий; худой (о человеке);λιανή μέση — тонкая талия;
2. (τό) чаще πλ.:τα λιανά — мелочь, мелкие деньги;
δεν έχω λιανά — у меня нет мелких денег;
§ έχει λιανά — у него денежки водятся;
να μδς τα κάνεις λιανά — объясни нам это поподробней;
τον έκανε λιανά — он его избил
-
62 μετάδοση
[-ις (-εως)] η1) тех передача, трансмиссия; 2) передача, трансляция; 3) мед. заражение; 4) церк, причастие (обряд и вино с кусочком просвиры);§ δεν έχω κρασί ούτε γιά μετάδοση — у меня нет ни капли вина
-
63 μηδέ
-
64 μήτε
-
65 ντροπή
η1) стыд, срам, позор;τί ντροπή! — какой позор!;
είναι ντροπή και αίσχος — стыд и срам;
είναι ντροπή να... — стыдно...;
2) стыд, смущение, стеснение;άνθρωπος χωρίς ντροπή — человек без стыда;
δεν έχω ντροπή — или χάνω τη ντροπή — потерять стыд;
(κατα)κοκκινίζω από (την) ντροπή (μου) — сгорать от стыда
-
66 οντότητα
-
67 πάνω
επίρρ. наверху; сверху; наверх;από τα πάνω — сверху;
πάνω από — а) над (чём-л.); — б) свыше, сверх (чего-л.);
πάνω από χίλια άτομα — свыше тысячи человек;
πάνω σε... — а) на...;
πάνω στο τραπέζι — на столе;
στο δρόμο — на улице; — на улицу;πάνω μου — на мне; — на меня;
ρίξε πάνω σου το παλτό — накинь на себя пальто; — б) во время (чего-л.);
πάνω στο φαΐ — во время еды;
στο θυμό μου — в (своём) гневе;πάνω στην ώρα — вовремя;
§ πάνω κάτω — а) приблизительно, около, примерно; — б) в общих чертах; — е) там и сям;
πάνω πού... — в то время, когда...;
δεν έχω χρήματα πάνω μου — не иметь при себе денег
-
68 παρουσιαστικό(ν)
τό1) внешность, наружность;έχει συμπαθητικό παρουσιαστικό(ν) — иметь симпатичную внешность;
με επιβλητικό παρουσιαστικό(ν) — с представительной внешностью, представительный;
2) импозантность;δεν έχω παρουσιαστικό(ν) — не быть импозантным
-
69 παρουσιαστικό(ν)
τό1) внешность, наружность;έχει συμπαθητικό παρουσιαστικό(ν) — иметь симпатичную внешность;
με επιβλητικό παρουσιαστικό(ν) — с представительной внешностью, представительный;
2) импозантность;δεν έχω παρουσιαστικό(ν) — не быть импозантным
-
70 πρόχειρος
η, ο [ος, ον ]1) лежащий под рукой;δεν έχω πρόχειρα χρήματα — у меня нет под рукой денег;
2) сделанный наспех, на скорую руку, без подготовки; непродуманный (о докладе);3) импровизированный; εκ τού προχείρου экспромтом; 4) черновой; 5) беглый, поверхностный;πρόχειρη ματιά — беглый взгляд;
§ πρόχειρα μέσα — подручные средства;
πρόχειρα μέτρα — временные меры (в экстренных случаях)
-
71 πυγμή
η1) кулак; 2) перен. крепкий кулак, крепкая волевая рука; сила, мощь;πολιτική της πυγμής — политика с позиции силы;
κυβέρνηση πυγμής — сильное правительство;
δεν έχω πυγμή — быть безвольным человеком
-
72 τράτο
το άκλ.1) время;δεν έχω τράτο να... — у меня нет времени...;
2) промежуток;3) разбег;παίρνω τράτο — разбегаться
-
73 ύφός
τό1) выражение лица; вид, наружность;ύφός κατσουφιασμένο (αΰθαδες) — хмурый (наглый) вид;
2) тон, интонация;μιλώ με μαλακό (οργισμένο) ύφός — говорить мягким (раздражённым) тоном;
3) стиль, манера, слог;εξεζητημένον (μεγαλοπρεπές) ύφός — изысканный, витиеватый (высокий) стиль;
στρυφνόν ύφός — грубый стиль;
δεν έχω ύφός — не иметь своего стиля (о писателе);
παραμελώ το ύφός — пренебрегать стилем
-
74 φιλότιμο
τό1) самолюбие; амбиция (ирон.);θίγω το φιλότιμο κάποιου — задевать чьё-л. самолюбие;
2) совесть;δεν έχω φιλότιμο — быть бессовестным
-
75 φόντο
τό1) фон; 2) (чаще πλ.) капитал;λίγα είναι τα φόντα του — у него небольшой капитал;
§ δεν έχω κανένα φόντο — не иметь умственного багажа
-
76 φωνή
η1) голос;βραχνή φωνή — хриплый голос;
φωνή οξυφώνου — тенор;
φωνή βαθύφωνου — бас;
φωνή βαρυτόνου — баритон;
φωνή κεφαλής — или κεφαλική (ψευδής) φωνή — фальцет;
δεν έχω φωνή — не иметь голоса (музыкального);
έχει μιά φωνή καμπάνα — у него голос словно колокол;
με μεγάλη φωνή — громко;
2) крик;φωνές, κακό — шум и гам, невыносимый шум;
βγάζω ( — или σέρνω) μιά φωνή — покричать кому-л. (чтобы остановился);
βάζω (или μπήγω) τίς φωνές а) поднимать крик; б) звать на помощь;3) грам, залоговая форма глагола;ενεργητική (παθητική) φωνή — активная (пассивная) форма глагола;
§ η φωνή τοβ αίματος — голос крови;
φωνή βοώντος εν τη ερήμο — глас вопиющего в пустьше;
κατά φωνή κι' ο γάιδαρος — лёгок на помине
-
77 ψιλά
-
78 ψιλικό
το мелкая монета;δεν έχω ψιλικό — не иметь ни гроша
-
79 Θεός
Θεός οБог – Творец неба и земли;ΦΡ.προς Θεού / για τον Θεό / για όνομα τού Θεού — ради Бога / имени БожьегоΘεός φυλάξοι — сохрани Господь от (чего-то, кого-то)από το στόμα σου και στου Θεού τ’αφτί! — твои слова да Богу в уши!ο Θεός μαζί σου! — Господь с тобой! / Да поможет тебе Бог (как благословение путешествующему или начинающему трудное дело)Θεός σχωρέσ’ τον — Господи, прости его (об усοпшем)Θεός να βάλει το χέρι του! / να κάνει το θαύμα του — Господь управит десницею Своею / сотворит чудо!Этим.дргр., этимология неизвестна. Однако существуют несколько версий происхождения слова:1) < θFεσ-ός, сравните с лит. dvasia «дух», герм. getwas «дух». Эта версия противоречит антропоморфному представлению древних греков о богах;2) < θ. θε- (< dhe, глагола τί-θη-μι «ставить, воздвигать, водружать»), сравните с арм. di-k «боги», лат. Deus «Бог», лат. Festus «праздничный». Словом Θεός «Бог» Семьдесят переводчиков передали значение одного из еврейских имен Бога: Elohah, Elohim «Элохим» -
80 όσιος
όσιος, -ία, -ο1) святой, священный, божий;ΦΡ.δεν έχω ούτε ιερό ούτε όσιο — не иметь ничего святого;2) преподобный – святой монах, память которого почитается Церковью
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ημπορώ — και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ) 1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι 2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι 3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι 4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek