Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βραχνή

См. также в других словарях:

  • βαρύφωνος — βαρύφωνος, ον (AM) αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή αρχ. εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή …   Dictionary of Greek

  • βραχνοκόκορας — ο 1. κόκορας με βραχνή φωνή 2. άνθρωπος βραχνός …   Dictionary of Greek

  • βραχνός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται προς τα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * ή, ό (Μ βραχνός, ή, όν) [βρογχός] 1. (για τον ήχο), τραχύς, αλλοιωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • δασύνω — (AM δασύνω) [δασύς] προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα (« Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις») αρχ. Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν») II. δασύνομαι 1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ… …   Dictionary of Greek

  • κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κερχνασμός — κερχνασμός, ὁ (Α) ξηρότητα τού λαιμού, βραχνή φωνή, βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κερχνάζω] …   Dictionary of Greek

  • κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …   Dictionary of Greek

  • μελάμφωνος — μελάμφωνος, ον (Α) αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φωνή] …   Dictionary of Greek

  • μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»