Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δεικανόωντο

См. также в других словарях:

  • δεικανόωντο — δεικανάω point out imperf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… …   Dictionary of Greek

  • δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • παμφανόων — παμφανόων, θηλ. όωσα (Α) αστραφτερός, λαμπερός, ακτινοβόλος («παμφανόων ἠέλιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος τ. μτχ. τού ρ. παμφαίνω (πρβλ. ἰσχανάᾳς, δεικανόωντο) για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

  • δεικανόωντ' — δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act masc acc sg (epic) δεικανόωντι , δεικανάω point out pres part act masc/neut dat sg (epic) δεικανόωντε , δεικανάω point out… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dek̂-1 —     dek̂ 1     English meaning: to take, *offer a sacrifice, observe a custom     Deutsche Übersetzung: “nehmen, aufnehmen”, daher “begrũßen, Ehre erweisen”. Aus the meaning “annehmen, gern aufnehmen” fließt die meaning “gut passend, geeignet,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»