-
1 δεικανόωντο
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεικανόωντο
-
2 δεικανόωντο
δεικανάωpoint out: imperf ind mp 3rd pl (epic) -
3 δεικανόωντ'
δεικανόωντα, δεικανάωpoint out: pres part act neut nom /voc /acc pl (epic)δεικανόωντα, δεικανάωpoint out: pres part act masc acc sg (epic)δεικανόωντι, δεικανάωpoint out: pres part act masc /neut dat sg (epic)δεικανόωντε, δεικανάωpoint out: pres part act masc /neut nom /voc /acc dual (epic)δεικανόωνται, δεικανάωpoint out: pres subj mp 3rd pl (epic)δεικανόωνται, δεικανάωpoint out: pres ind mp 3rd pl (epic)δεικανόωντο, δεικανάωpoint out: imperf ind mp 3rd pl (epic) -
4 δεικανάω
A point out, show, in [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] impf.δεικανάασκεν Theoc.24.57
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl. [tense] pres.δεικανόωσι Arat.209
: butII [voice] Med., (cf. δειδίσκομαι) salute, pledge,δεικανόωντο δέπασσιν Il.15.86
;δεικανόωντ' ἐπέεσσιν Od.18.111
; cf. δεκανᾶται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεικανάω
См. также в других словарях:
δεικανόωντο — δεικανάω point out imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… … Dictionary of Greek
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek
παμφανόων — παμφανόων, θηλ. όωσα (Α) αστραφτερός, λαμπερός, ακτινοβόλος («παμφανόων ἠέλιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος τ. μτχ. τού ρ. παμφαίνω (πρβλ. ἰσχανάᾳς, δεικανόωντο) για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
δεικανόωντ' — δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act masc acc sg (epic) δεικανόωντι , δεικανάω point out pres part act masc/neut dat sg (epic) δεικανόωντε , δεικανάω point out… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dek̂-1 — dek̂ 1 English meaning: to take, *offer a sacrifice, observe a custom Deutsche Übersetzung: “nehmen, aufnehmen”, daher “begrũßen, Ehre erweisen”. Aus the meaning “annehmen, gern aufnehmen” fließt die meaning “gut passend, geeignet,… … Proto-Indo-European etymological dictionary