Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπέεσσι

См. также в других словарях:

  • ἐπέεσσι — ἔπος vácas neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέεσσ' — ἐπέεσσι , ἔπος vácas neut dat pl (epic) ἐπέεσσαι , ἐφέζομαι sit upon aor imperat mid 2nd sg (epic) ἐπέεσσο , ἐφίημι send to pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …   Dictionary of Greek

  • κερτόμιος — και κερτόμεος, ον (Α) [κερτόμος] αυτός που κεντά την καρδιά, πειραχτικός, υβριστικός («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • νηπύτιος — νηπύτιος, ία, ον (Α) (υποκορ. τού νήπιος) 1. μικρό παιδί, παιδάκι 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.) 3. (κατ επέκτ.) ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος* που… …   Dictionary of Greek

  • παραβλήδην — Α επίρρ. 1. με πλάγιο, ειρωνικό ή σκωπτικό βλέμμα και, γενικά, με πλάγιο τρόπο ή με κακία («ἐπειρᾱτο... ἐρεθιζέμεν Ἥρην κερτομίοις ἐπέεσσι, παραβλήδην ἀγορεύων», Ομ. Ιλ.) 2. για αντίρρηση ή για απάντηση 3. παράλληλα 4. με παραβολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • συναρθμώ — έω, Α συμφωνώ («ἐμοῑσι συναρθμῆσαι ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρθμῶ, έω «συνδέω, συμβιβάζω» (< ἀρθμός «ένωση, φιλία»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»