-
1 δειδίσκομαι
δειδίσκομαι und δεδίσκομαι, nur praes. und imperf., vgl. δεικανάομαι, δείδεκτο, δείκνυμι, δέχομαι, δεξιός, δεξιτερός; bei Hom. = b egrüßen: Odyss. 20, 197 δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς; mit dem Becher begrüßen, zutrinken: Odyss. 18, 121 δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο; 3, 41 ἐν δ' οἶνον ἔχευεν χρυσείῳ δέπαϊ· δειδισκόμενος δὲ προσηύδα Παλλάδα; 15, 150 οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ δεξιτερῆφιν, χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λεί, ψαντε κιοίτην, στῆ δ' ἵππων προπάροιϑε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα. – Bei Apoll. Rh. 1, 558 = δείκνυμι, zeigen.
-
2 δειδίσκομαι
δειδίσκομαι u. δεδίσκομαι; mit dem Becher begrüßen, zutrinken -
3 δεδίσκομαι
δειδίσκομαι u. δεδίσκομαι; mit dem Becher begrüßen, zutrinken -
4 δεικανάομαι
δεικανάομαι, begr üßen, vgl. δειδίσκομαι, δείκνυμι; Homer dreimal, in der Form δεικανόωντο: Iliad. 15, 86 οἱ δὲ ἰδόντες πάντες ἀνήιξαν, καὶ δεικανόωντο δέπασσιν. ἡ δ' ἄλλους μὲν ἔασε, Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας, Zenodot schrieb δεικανόωντ' ἐπέεσσι. Scholl. Didym. und Aristonic.; Odyss. 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 24. 410 παῐδες Δολίου ἀμφ' Ὀδυσῆα δεικανόωντ' ἐπέεσσι καὶ ἐν χείρεσσι φύοντο. Wenn man mit Zenodot Iliad. 15, 86 ἐπέεσσι schreibt, so ist die Verbindung überall δεικανᾶσϑαι ἐπέεσσι (ν); daraus erklärt sich wohl Apollon. Lex. Homer. p. 57, 21 δεικανάασϑαι· διαλόγου ἀξιοῦσϑαι, – Das act. = zeigen Arat. 208; δεικανάασκεν Theocr. 24, 56.
-
5 δεδίσκομαι
δεδίσκομαι, 1) = δειδίσκομαι, Od. 15, 150. – 2) = δεδίσσομαι, H. h. Merc. 163; Ar. Lys. 564.
См. также в других словарях:
δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… … Dictionary of Greek
δειδισκόμενος — δειδίσκομαι greet pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδίσκετο — δειδίσκομαι greet imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek