-
1 dapsiliter
dapsile u. dapsiliter, Adv. (δαψιλῶς), reichlich, dapsile, Pompon. com. 161. Suet. Vesp. 19, 1: dapsiliter, Naev. com. 39: dapsilius, Lucil. 1074.
-
2 προ-παλῶς
προ-παλῶς, erkl. Hesych. durch δαψιλῶς. Bei Poll. 6, 120 ist προπαλὴς γλῶσσα wahrscheinlich = προπετής; u. so προπαλεῖς ὀφϑαλμοί, Adamant. physiogn. 2, 1.
-
3 κοχύω
κοχύω, in Menge, mit Geräusch hervorströmen; ἐκ δὲ μετώπω ἱδρώς μευ κοχύεσκεν, v. l. κοχύδεσκεν, Theocr. 2, 106, Schol. δαψιλῶς ἔῤῥει; Phereer. bei Ath. VI, 269 d sagt αὐτόμὰτοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος – κοχυδοῦντες – ῥεύσονται. – (Etwa von χέω mit Reduplication gebildet?)
-
4 δαψιλής
δαψιλής, ές (δάπτω), überflüssig, reichlich, δωρεά Her. 3, 130; δεῖπνον Plut. Cat. mai. 25; πηγαί, παρασκευή, Num. 15; ergiebig, χώρα 16; üppig wachsend, D. Sic. 5, 13. – Von Menschen, viel aufwendend, freigebig, Epicharm. Stob. fl. 69, 17; χορηγός Plut. Pericl. 16. – Adv., δαψιλέως Theocr. 7, 145; δαψιλῶς ζῆν Xen. Mem. 2, 7, 6; δαψιλέστατα ζῆν Cyr. 1, 6, 14, mit großem Aufwand; δαψιλὲς ἠπείλησεν Callim. Del. 125.
-
5 λαφύσσω
λαφύσσω, att. λαφύττω (λάπτω, λαπάζω), gierig verschlucken, verschlingen, vom Löwen, ἔπειτα δέ ϑ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει, Il. 11, 175. 17, 63. 18, 583; von Hunden, Luc. Asin. 27; auch zerreißen, zerfleischen, vom Bären, λαφύξαι τοῖς ὄνυξι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 4, 45 u. a. Sp. Von Menschen, schlemmen, prassen, wie Ath. VIII, 362 a es erkl., τὸ δαψιλῶς καὶ ἐπὶ πολὺ λαπάττειν καὶ ἐκκενοῠν, also auch verprassen, verthun. – Med., πρὶν λαφύξασϑαι γάνος, Lycophr. 321. Vgl. auch λαφυγμός.
-
6 ῥοίβδην
-
7 ἤλιθα
ἤλιθα, 1) (vgl. ἅλις) hinlänglich, hinreichend, bei Hom. immer mit πολύς verbunden, ληΐδα ἤλιϑα πολλήν Il. 11, 677, vgl. Od. 9, 330. 14, 215, hinlänglich viel, sehr viel; ἤλιϑα μυρία Man. 2, 3; VLL. erkl. ἀϑρόως, δαψιλῶς; so auch von der Zeit, auf einmal, Ap. Rh. 3, 342. – 21 (mit ἠλός, ἠλεός, ἠλίϑιος zusammenhangend) vergeblich, umsonst; γνωσεῖται δ' ὄρνιϑας, ὃς αἴσιος, οἵ τε πέτονται ἤλιϑα Callim. lav. Pall. 124; vgl. Ap. Rh. 2, 283; Hesych. erkl. μάτην.
-
8 dapsiliter
dapsile u. dapsiliter, Adv. (δαψιλῶς), reichlich, dapsile, Pompon. com. 161. Suet. Vesp. 19, 1: dapsiliter, Naev. com. 39: dapsilius, Lucil. 1074.————————dapsiliter, s. dapsile.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > dapsiliter
-
9 λαφύσσω
λαφύσσω, gierig verschlucken, verschlingen, vom Löwen; von Hunden; auch zerreißen, zerfleischen, vom Bären. Von Menschen: schlemmen, prassen; τὸ δαψιλῶς καὶ ἐπὶ πολὺ λαπάττειν καὶ ἐκκενοῠν, verprassen, vertun
См. также в других словарях:
δαψιλῶς — δαψιλής abundant adverbial (attic epic doric) δαψιλός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… … Dictionary of Greek
ACCLAMANDI ritus — Principibus aliisque, olim atuqe etiamnum usitatus est. De Principibus vide tum alibi, tum supra, in voce Abrech. De Philosophis Rhetoribusque dicemus in voce Sophos: pauca tamen et hîc praelibaturi. Formulam proponit Cicero de Orat. l. 3. Bene… … Hofmann J. Lexicon universale
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
περισσώς — και αττ. τ. περιττῶς ΜΑ [περισσός] επίρρ. 1. υπερβολικά, υπέρμετρα, πάρα πολύ («θεοσεβέες περισσῶς ἐόντες», Ηρόδ.) 2. με ιδιάζοντα τρόπο, με πολυτέλεια, με λαμπρότητα, με μεγαλοπρέπεια, έξοχα («πολλὰς οἰκήσεις περιττῶς κατεσκευσμένας διέφθειραν» … Dictionary of Greek
προπαλής — ές, Α 1. αυτός που προεξέχει («ὀφθαλμῶν προπαλῶν», Φιλόστρ.) 2. διογκωμένος («φάρυγξ προπαλής», Φιλόοτρ.). επίρρ... προπαλῶς (κατά τον Ησύχ.) «δαψιλῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παλής (< πάλλω), πρβλ. εκ παλής] … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek