-
1 δαψιλώς
-
2 δαψιλῶς
-
3 ῥύβδην
ῥύβδην, Adv.A = δαψιλῶς, ῥύβδην θυννίδα ( θύνναν codd.)..δαινύμενος Hippon.35
( ῥύδην codd., em. Bgk.; ῥοίβδην· δαψιλῶς, Phot. post ῥυάχετον) ; κηφῆνες προσφέρονται ῥύβδην (v.l. ῥύδην)ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Arist.HA 624a24
. -
4 δαψιλής
δαψιλ-ής, ές,A abundant, plentiful,ὕδωρ Hp.Acut.65
;ποτόν Hdt. 2.121
.δ'; δωρεή Id.3.130
; ; in too great quantity,Id.
HA 585a27;ἔπαινοι Phld.Lib.p.32O.
;ἔργα Herod.7.84
;πλῆθος σωμάτων Plb.4.38.4
([comp] Sup.); πηγαι Plu. Num.15; χώρα ib.16 ([comp] Comp.); ἐβένου τάλαντον δ. a full talent, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.). Adv.- έως
in abundance,Theoc.
7.145;δαψιλῶς τοὺς φαγόντας βρέχειν Antiph.286
;παρέχεσθαι πάντα D.S.5.14
, cf. 19.3: neut. as Adv.δαψιλὲς ἠπείλησεν Call.Del. 125
: [comp] Comp.- έστερον J.BJ4.11.4
; - εστέρως ib.8.3, Ptol.Tetr.56.2 of space, ample, wide,ἐρημία Lyc.957
.II of persons, liberal, profuse.Arist. VV 1280b25, Axiop.4.4;δ. χορηγός Plu.Per.16
; soκακία δ. τοῖς πάθεσιν Id.2.500e
. Adv.-ῶς, ζῆν X.Mem.2.7.6
: [comp] Sup.-έστατα, χρῆσθαι Id.Cyr.1.6.17
, cf. Ph.Bel.101.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαψιλής
-
5 προπαλής
A prominent,ὀφθαλμοί Philostr.Gym.25
, Adam.Phgn.2.2, v. l. in Luc.Musc.Enc.3;φάρυγξ Philostr.Gym.30
; ἀγγεῖα (blood-vessels) προπαλέστατα prob. for ἀ. προπαλειότητα in Herod.Med. in Rh.Mus.58.78; τὸ π. the presenting part in obstetrics, Sor.2.64: [comp] Comp., more to the front, Id.1.7;τὸ γένειον προπαλέστερος Poll.4.138
.II Adv. -λῶς, = δαψιλῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαλής
-
6 ἐμπίσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπίσιον
-
7 ῥυβδέω
Grammatical information: v.Other forms: - ῆσαι (μ 106; simplex only here).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: The notation with υ, in the mss. (after ῥοιβδέω) often ousted by οι, is confirmed through the word-play with Χάρυβδις; s. Bechtel Lex. s. ῥοιβδέω, Wackernagel Unt. 83. -- No doubt to ῥυφέω (s. ῥοφέω); with βδ after ῥοιβδέω? An adv. ῥύβδην (wr. οι) = δαψιλῶς is cited by Phot. and after it by Bergk introduced in Hippon. 35 for ῥύδην; hardly correctly, s. Masson ad loc.Page in Frisk: 2,663-664Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥυβδέω
См. также в других словарях:
δαψιλῶς — δαψιλής abundant adverbial (attic epic doric) δαψιλός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… … Dictionary of Greek
ACCLAMANDI ritus — Principibus aliisque, olim atuqe etiamnum usitatus est. De Principibus vide tum alibi, tum supra, in voce Abrech. De Philosophis Rhetoribusque dicemus in voce Sophos: pauca tamen et hîc praelibaturi. Formulam proponit Cicero de Orat. l. 3. Bene… … Hofmann J. Lexicon universale
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
περισσώς — και αττ. τ. περιττῶς ΜΑ [περισσός] επίρρ. 1. υπερβολικά, υπέρμετρα, πάρα πολύ («θεοσεβέες περισσῶς ἐόντες», Ηρόδ.) 2. με ιδιάζοντα τρόπο, με πολυτέλεια, με λαμπρότητα, με μεγαλοπρέπεια, έξοχα («πολλὰς οἰκήσεις περιττῶς κατεσκευσμένας διέφθειραν» … Dictionary of Greek
προπαλής — ές, Α 1. αυτός που προεξέχει («ὀφθαλμῶν προπαλῶν», Φιλόστρ.) 2. διογκωμένος («φάρυγξ προπαλής», Φιλόοτρ.). επίρρ... προπαλῶς (κατά τον Ησύχ.) «δαψιλῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παλής (< πάλλω), πρβλ. εκ παλής] … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek