-
1 ἤλιθα
ἤλιθα, 1) (vgl. ἅλις) hinlänglich, hinreichend, bei Hom. immer mit πολύς verbunden, ληΐδα ἤλιϑα πολλήν Il. 11, 677, vgl. Od. 9, 330. 14, 215, hinlänglich viel, sehr viel; ἤλιϑα μυρία Man. 2, 3; VLL. erkl. ἀϑρόως, δαψιλῶς; so auch von der Zeit, auf einmal, Ap. Rh. 3, 342. – 21 (mit ἠλός, ἠλεός, ἠλίϑιος zusammenhangend) vergeblich, umsonst; γνωσεῖται δ' ὄρνιϑας, ὃς αἴσιος, οἵ τε πέτονται ἤλιϑα Callim. lav. Pall. 124; vgl. Ap. Rh. 2, 283; Hesych. erkl. μάτην.
-
2 ἤλιθα
-
3 ληΐς
ληΐς, ίδος, ἡ, ion. u. ep. = λεία, Kriegsbeute, bes. weggetriebenes Vieh u. gefangene Menschen, vgl. Il. 11, 677, wo nach ληΐδα δὲ συνελάσσαμεν ἤλιϑα πολλήν einzeln βόες, πώεα οἰῶν, συβόσια, αἰπόλια u. ἴπποι aufgezählt werden; u. so Hes. Th. 442, wo es geradezu Viehheerden sind; Theocr. sagt ἐνεπλήσϑη πεδίον ληΐδος ἐρχομένης, 25, 97, öfter. – Uebh. Beute, Aesch. Spt. 331; Ap. Rh. 1, 695.
См. также в других словарях:
ήλιθα — ἤλιθα (Α) επίρρ. 1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.) 2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*. ΠΑΡ. ηλίθιος] … Dictionary of Greek
ἤλιθα — very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἤλιθ' — ἤλιτε , ἀλιταίνω sin aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤλιθα , ἤλιθα very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)