Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κοχυδοῦντες

См. также в других словарях:

  • κοχυδοῦντες — κοχυδέω stream forth copiously pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»