-
1 κοχύω
κοχύω, in Menge, mit Geräusch hervorströmen; ἐκ δὲ μετώπω ἱδρώς μευ κοχύεσκεν, v. l. κοχύδεσκεν, Theocr. 2, 106, Schol. δαψιλῶς ἔῤῥει; Phereer. bei Ath. VI, 269 d sagt αὐτόμὰτοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος – κοχυδοῦντες – ῥεύσονται. – (Etwa von χέω mit Reduplication gebildet?)
См. также в других словарях:
κοχυδοῦντες — κοχυδέω stream forth copiously pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] … Dictionary of Greek