-
1 τράχωμα
-
2 τράχωμα
τράχωμαtrachoma: neut nom /voc /acc sg -
3 τράχωμα
τράχωμα, τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit -
4 τράχωμα
τό1) мед. трахома; 2) разг приданое -
5 τράχωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράχωμα
-
6 τραχωμάτων
τράχωμαtrachoma: neut gen pl -
7 τραχώμασιν
τράχωμαtrachoma: neut dat pl -
8 τραχώματα
τράχωμαtrachoma: neut nom /voc /acc pl -
9 τραχώματος
τράχωμαtrachoma: neut gen sg -
10 δάσυμα
-
11 δασύς
Grammatical information: adj.Meaning: `hairy'; `aspirated' as grammatical term (Od., Ion.-Att.).Derivatives: δασύτης `hairiness, aspiration' (Arist.), δάσος n. `thicket, shaginess' (Men.), δάσυμα eye-disease = τράχωμα (Sever. Med.; cf. Chantr. Form. 186f.); δασυλλίς f. hypocor. of bears (EM 248, 55); Δασύλλιος surname of Dionysos (Paus.; acc. to EM l. c. παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους). Denomin. δασύνομαι, -ω `become, make hairy' (Ar.) with δασυντής, - τικός `aspirating' (gramm.), δασυσμός (Dsc.). - Note δασκόν δασύ H.; cf. Specht Ursprung 64, 188, unless with Latte from δάσκιον. On δάσκιλλος s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The old connection with Lat. dēnsus depends on - σ- after sonantic n̥ on which s. Schwyzer 307, Hoenigswald Lang. 29, 290f. Heth. daššuš `heavy, strong' is of uncertain interpretation (Tischler HEW)..Page in Frisk: 1,351Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δασύς
См. также в других словарях:
τράχωμα — trachoma neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχωμα — το, ατος 1. μολυσματική πάθηση των ματιών που εμφανίζει χρόνια φλεγμονή των βλεφάρων. 2. γαμήλιο δώρο σε μετρητά ή κοσμήματα έξω από την προίκα, πανωπροίκι: Εκτός από την προίκα πήρε και γερό τράχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… … Dictionary of Greek
τραχωμάτων — τράχωμα trachoma neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώμασιν — τράχωμα trachoma neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώματα — τράχωμα trachoma neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώματος — τράχωμα trachoma neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματικός — ή, ό / τραχωματικός, ή, όν, ΝΑ [τράχωμα, ατος (Ι)] 1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών 2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματική αυτός που… … Dictionary of Greek
τραχωματίας — ο, Ν αυτός που πάσχει από τράχωμα, αλλ. τραχωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχωμα, ατος (Ι) + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek
Trachom — Klassifikation nach ICD 10 A71 Trachom … Deutsch Wikipedia
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek