Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δαι-

См. также в других словарях:

  • δαι — δαί (επιφώνημα) (Α) αρχ. τύπος αντί τού δη, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει θαυμασμό ή περιέργεια (σε ερωτηματικές προτάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός αντί του δη* (κατά το νή ναι), από το οποίο δεν διαφέρει στη σημασία, αλλά στη… …   Dictionary of Greek

  • δαί — what? how? indeclform (particle) δαίς 1 fire brand fem voc sg δαίς 1 fire brand fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάι — δάϊ , δάις 2 war fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάι' — δά̱ϊα , δάιος hostile neut nom/voc/acc pl δά̱ϊε , δάιος hostile masc voc sg δά̱ϊαι , δάιος hostile fem nom/voc pl δᾴ̱ᾱͅ , δάιος hostile fem dat sg (doric aeolic) δάιο , δάω learn aor imperat mid 2nd sg (doric) δάιο , δάω learn aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾶ' — δαί , δαί what? how? indeclform (particle) δαί , δαίς 1 fire brand fem voc sg δαί , δαίς 1 fire brand fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐς — (I) δαΐς, η (Α) πόλεμος, μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαϊκή λ., για τον σχηματισμό και τον τονισμό τής οποίας δεν συμφωνούν οι μελετητές. Η λ. απαντά στην επική δοτική δαΐ < δαϊ ι (πρβλ. δαϊκτάμενος), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει η ονομαστική, η …   Dictionary of Greek

  • Diaeresis (prosody) — For other uses, see Diaeresis (disambiguation). In poetic meter, diaeresis (/daɪˈɛrɨ …   Wikipedia

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • dens-1 —     dens 1     English meaning: talent, force of mind; to learn     Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen”     Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • deuk- —     deuk     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Gk. δαι δύσσεσθαι ἕλκεσθαι Hes. (*δαι δυκ ι̯ω with intensive reduplication as παι φάσσω). In addition perhaps also δεύκει φροντίζει Hes., wherefore Hom.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • геоде́зия — и, ж. Наука, изучающая формы и размеры Земли (высшая геодезия) и занимающаяся измерениями на местности для отображения земной поверхности на планах и картах (топография). [От греч. γη̃ земля и δαιω распределение, разделение] …   Малый академический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»