Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δαι-

  • 1 черт

    черт
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:
    к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν.

    Русско-новогреческий словарь > черт

  • 2 команда

    θ.
    1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•

    давать -у δίνω παράγγελμα•

    слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.

    2. διοίκηση•

    принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.

    3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•

    команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•

    сапёрная команда τμήμα μηχανικού•

    пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•

    спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•

    жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.

    4. το πλήρωμα σκάφους.
    (αθλτ.) ομάδα•

    футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.

    εκφρ.
    как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•
    доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου).

    Большой русско-греческий словарь > команда

См. также в других словарях:

  • δαι — δαί (επιφώνημα) (Α) αρχ. τύπος αντί τού δη, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει θαυμασμό ή περιέργεια (σε ερωτηματικές προτάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός αντί του δη* (κατά το νή ναι), από το οποίο δεν διαφέρει στη σημασία, αλλά στη… …   Dictionary of Greek

  • δαί — what? how? indeclform (particle) δαίς 1 fire brand fem voc sg δαίς 1 fire brand fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάι — δάϊ , δάις 2 war fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάι' — δά̱ϊα , δάιος hostile neut nom/voc/acc pl δά̱ϊε , δάιος hostile masc voc sg δά̱ϊαι , δάιος hostile fem nom/voc pl δᾴ̱ᾱͅ , δάιος hostile fem dat sg (doric aeolic) δάιο , δάω learn aor imperat mid 2nd sg (doric) δάιο , δάω learn aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾶ' — δαί , δαί what? how? indeclform (particle) δαί , δαίς 1 fire brand fem voc sg δαί , δαίς 1 fire brand fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐς — (I) δαΐς, η (Α) πόλεμος, μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαϊκή λ., για τον σχηματισμό και τον τονισμό τής οποίας δεν συμφωνούν οι μελετητές. Η λ. απαντά στην επική δοτική δαΐ < δαϊ ι (πρβλ. δαϊκτάμενος), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει η ονομαστική, η …   Dictionary of Greek

  • Diaeresis (prosody) — For other uses, see Diaeresis (disambiguation). In poetic meter, diaeresis (/daɪˈɛrɨ …   Wikipedia

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • dens-1 —     dens 1     English meaning: talent, force of mind; to learn     Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen”     Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • deuk- —     deuk     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Gk. δαι δύσσεσθαι ἕλκεσθαι Hes. (*δαι δυκ ι̯ω with intensive reduplication as παι φάσσω). In addition perhaps also δεύκει φροντίζει Hes., wherefore Hom.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • геоде́зия — и, ж. Наука, изучающая формы и размеры Земли (высшая геодезия) и занимающаяся измерениями на местности для отображения земной поверхности на планах и картах (топография). [От греч. γη̃ земля и δαιω распределение, разделение] …   Малый академический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»