-
1 δαιτύς
-
2 δαιτυς
-
3 δαιτύς
-
4 δαιτύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιτύς
-
5 δαιτύς
-
6 δαιτύν
δαιτύςa meal: fem acc sg -
7 δαιτύος
δαιτύςa meal: fem gen sg -
8 δαίομαι
δαίομαι, theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus ΔΑ-Ί-ΟΜΑΙ, Wurzel ΔΑ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔΑF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνϑα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηϑοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus ΔΑ'ΤΣΟΜΑΙ, von ΔΑ'ΤΟΜΑΙ = δατέομαι, ΔΑ-ΤΟ'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεϑ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάϑρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεϑα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραϑέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασϑαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεϑρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασϑαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασϑαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσϑαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῠρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασϑαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται ϑεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοϑι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράϑομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνϑα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχϑὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰϑίοπας τοὶ διχϑὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῠ δέ μοι χϑονὸς τεμένη δέδασται.
-
9 δαιτύμων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιτύμων
-
10 δαίομαι
Grammatical information: v.Meaning: `divide', `feast' (Il.)Derivatives: Abstracta δαίς, - τός f. `portion, meal' (Il.), compp. ἁβρό-, ὁμό-; δαίτη `meal' (Il.); δαιτύς, - ύος f. `id.' (X 496; Chantraine Gramm. hom. 1, 96) with δαιτυμών, - όνος m. `guest' (Od.); δαιτυμονεύς (Nonn.); δαῖσις `division (of property)' (Gortyn) with δαισάνη = πτισάνη (EM), δαίσιμον (- ιον EM) ἐδώδιμον H.; δαιθμός `division, divided land' (inscr.). - Nomen loci: δαιτήριον (EM). - Nomina agentis: δαιτρός `divider, carver' (Od.) with δαιτροσύναι pl. `the arts of the carver' (π 253); denomin. δαιτρεύω `divide, carva' (Il.) with δαιτρεία (Hdn.); Δαίτωρ als EN (Θ 275), συνδαίτωρ `conviva' (A.); - δαιτρόν `part, portion' (Δ 262); - δαίτης title of a priest (E. Fr. 472, 12), as second member in λαγο-δαίτας (A.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 193f. - Isolated δαιταλεύς `banqueter' (A.), cf. δαιταλάομαι `banquet' and δαιταλουργία (Lyk.). - An enlargement of δαίομαι is δαΐζω. On δαίμων s. v.Etymology: To δαίομαι (with analogical - ι-) agrees Skt. dáyate `divide'. Beside this diphthongical form there is monophthongical with ā- (* deh₂-) or ĭ- (* dh₂-) vowel, e. g. dā́-ti `cut off', di-tí- `dividing'; without vowel d-yá-ti `divide', *dh₂-i̯e-; the forms go back on * d(e)h₂-(i)-. - Here also δῆμος (Dor. δᾶμος), s. v. From Germanic and Armenian the word for `time', as OE tīma, ONo. tīme `hour, time', PGm. * tī-man- \< * dī-mon-, OHG zīt, Arm. ti `old age, time', IE * dī-t(i)-. - Cf. δατέομαι, and δάπτω.Page in Frisk: 1,341-342Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαίομαι
См. также в других словарях:
δαιτύς — ( ύος), η (Α) η δαίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II), με το ιωνικό επίθημα τυς (πρβλ. εδητύς)] … Dictionary of Greek
δαιτύν — δαιτύς a meal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτύος — δαιτύς a meal fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… … Dictionary of Greek
συνδαιτυμόνας — ο, η / συνδαιτυμών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιτυμών, όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)] … Dictionary of Greek
dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary