Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δαιταλουργία

См. также в других словарях:

  • δαιταλουργίᾳ — δαιταλουργίᾱͅ , δαιταλουργία cookery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] …   Dictionary of Greek

  • δαιταλουργίαν — δαιταλουργίᾱν , δαιταλουργία cookery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»