-
1 πεντά-πλεθρος
πεντά-πλεθρος, fünf πλέϑρα groß, Ios.
-
2 πολύ-πλεθρος
πολύ-πλεθρος, viele πλέϑρα besitzend; γύαι, Eur. Alc. 690; Luc. Icarom. 18, im superl.
-
3 τρί-πλεθρος
τρί-πλεθρος, drei πλέϑρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.
-
4 τετρά-πλεθρος
τετρά-πλεθρος, vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.
-
5 δεκά-πλεθρος
δεκά-πλεθρος, zehn Plethren enthaltend, προτεί-χισμα Thuc. 6, 102.
-
6 δί-πλεθρος
δί-πλεθρος, zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεϑρον, = διπλεϑρία, Pol. 34, 12, 5.
-
7 μῡριό-πλεθρος
μῡριό-πλεθρος, von zehntausend Plethren, übh. sehr groß, D. Sic.
-
8 ὀκτά-πλεθρος
ὀκτά-πλεθρος, acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.
-
9 ἑκατοντά-πλεθρος
ἑκατοντά-πλεθρος, von hundert Plethren, Iulian. ep. 24.
-
10 ἑξά-πλεθρος
ἑξά-πλεθρος, sechs Plethren lang, Her. 2, 149.
-
11 ἕκ-πλεθρος
ἕκ-πλεθρος, sechs Plethren, also ein Stadium lang, ἀγών, = στάδιον, Eur. El. 883; δρόμος Med. 1181.
-
12 δεκαπλεθρος
-
13 διπλεθρος
-
14 εκπλεθρος
-
15 εξαπλεθρος
-
16 μυριοπλεθρος
-
17 οκταπλεθρος
-
18 πολυπλεθρος
21) протяжением во много плетров, т.е. обширный(γύαι Eur.)
2) владеющий многими плетрами (земли) Luc. -
19 τετραπλεθρος
-
20 τριπλεθρος
См. также в других словарях:
πεντάπλεθρος — η, ο / πεντάπλεθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει έκταση ίση με πέντε πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλέθρον (πρβλ. δί πλεθρος, εξά πλεθρος)] … Dictionary of Greek
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μυριόπλεθρος — μυριόπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μυρίων πλέθρων, ο μεγάλης έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πλεθρος (< πλέθρον)] … Dictionary of Greek
πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] … Dictionary of Greek
τετράπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλέθρον (πρβλ. ἑξά πλεθρος)] … Dictionary of Greek