-
1 ἑξά-πλεθρος
ἑξά-πλεθρος, sechs Plethren lang, Her. 2, 149.
-
2 ἑξάπλεθρος
ἑξά-πλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάπλεθρος
-
3 ἑξάπλεθρος
-
4 εξαπλεθρος
См. также в других словарях:
πεντάπλεθρος — η, ο / πεντάπλεθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει έκταση ίση με πέντε πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλέθρον (πρβλ. δί πλεθρος, εξά πλεθρος)] … Dictionary of Greek
τετράπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλέθρον (πρβλ. ἑξά πλεθρος)] … Dictionary of Greek