Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δίκροτος)

См. также в других словарях:

  • δίκροτος — double beating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροτος — η, ο (Α δίκροτος, ον) φρ. «δίκροτος, σφυγμός» ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος 19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία αρχ. 1. φρ. «δικρότοισι… …   Dictionary of Greek

  • δίκροτον — δίκροτος double beating masc/fem acc sg δίκροτος double beating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότοις — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότοισι — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότου — δίκροτος double beating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότους — δίκροτος double beating masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότων — δίκροτος double beating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικρότῳ — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροτα — δίκροτος double beating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκροτοι — δίκροτος double beating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»