Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολύ-κροτος

См. также в других словарях:

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • νεόκροτος — νεόκροτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κρότος (πρβλ. πολύ κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • υψίκροτος — ον, Α αυτός που αντηχεί ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρότος (πρβλ. πολύ κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκροτισμός — ο, Ν ιατρ. η ιδιότητα τού σφυγμού να παρουσιάζει δευτερογενή κύματα στα σφυγμομετρικά διαγράμματα σε χρόνιες δηλητηριάσεις και περιπτώσεις βραδυκαρδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycrotism < πολυ * + κρότος + κατάλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… …   Dictionary of Greek

  • γονύκροτος — γονύκροτος, ον (Α) 1. εκείνος τού οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός 2. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύβρομος — ον Α πολύ βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόμος «ισχυρός κρότος, βροντή» (< βρέμω), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

  • πολύρροιζος — ον, Α αυτός που παράγει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοῖζος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. τανύ ρροιζος)] …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

  • κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»