-
61 αὐτό-κωλος
αὐτό-κωλος ( κῶλον), von einem affenartig gestalteten Weibe, dessen Schenkel nichts als Haut u. Knochen sind, Simonid. mul. 76, conj. αὐόκωλος.
-
62 αὐτό-καρπος
αὐτό-καρπος, von selbst Frucht bringend, B. A. 464.
-
63 αὐτό-γνωστος
αὐτό-γνωστος, dass., Schol. Plat. Alc. I, 351.
-
64 αὐτό-γνωτος
αὐτό-γνωτος, dasselbe, όργά Soph. Ant. 865.
-
65 αὐτό-κακον
αὐτό-κακον ἔοικε τῷδε, Phryn. B. A. p. 8 erkl. ἄκρως καὶ καϑ' ὑπερβολήν, wie αἰνῶς, er sieht ihm verteufelt ähnlich. – Aus Theopomp. B. A. 83 wird αὐτόκακος erkl. ἑαυτὸν κολάζων.
-
66 αὐτό-κμητος
αὐτό-κμητος, dasselbe, VLL.
-
67 αὐτό-καλον
αὐτό-καλον, τό, die Schönheit selbst, Aristid.
-
68 αὐτό-κλαδος
αὐτό-κλαδος, sammt den Zweigen, Luc. V. H. 1, 40.
-
69 αὐτό-γονος
αὐτό-γονος, von, aus sich selbst erzeugt, Nonn. D. 8, 103.
-
70 αὐτό-κομος
αὐτό-κομος ( κόμη), 1) von selbst, von Natur behaart, λοφιά Ar. Ran. 827. – 2) sammt dem Laube, κυπάρισσος Luc. Ver. H. 1, 40.
-
71 αὐτό-κλητος
αὐτό-κλητος, selbst gerufen, d. i. ungerufen, aus eigenem Antrieb, Aesch. Eum. 163; οὐκ ἐμῶν ὑπ' ἀγγέλων Soph. Tr. 391; Plat. Ep. VII, 331 b u. Sp.
-
72 αὐτό-δρομος
αὐτό-δρομος, von selbst laufend, Galen.
-
73 αὐτό-ματος
αὐτό-ματος ( μέμαα), fem. αὐτομάτη Xen. Oec. 20, 10; D. Sic. 2, 25 u. bei Dichtern, 1) aus eigenem Antrieb, freiwillig, ungeheißen, bes. bei den Verbis der Bewegung, ἦλϑε Il. 2, 408; Ar. Plut. 1190; von selbst, πρὸς ὑμᾶς τὰ μὲν ληφϑέντα, τὰ δὲ αὐτόματα ἥξει Thuc. 6, 91; αὐτόματα δεσμὰ διελύϑη Eur. Bacch. 447; βόες Ap. Rh. 1, 686, ohne Treiber. So von den sich selbst bewegenden Dreifüßen des Hephästos, Il. 18, 376; τὰ αὐτόματα, sich selbst bewegende Maschinen, Automaten; vgl. αὐτ. κοχλίας, Pol. 12, 13. – 2) von Pflanzen, von selbst wachsend, τὰ ἐν Ἕλλησι αὐτόματα ἄγρια φύεται Her. 2, 94; 8, 138; Plat. Theaet. 180 c; von der Erde, αὐτομάτη καρπὸν φέρει, ἀναδίδωσι, Hes. O. 118; Plat. Polit. 272 a. – 3) Es tritt der Begriff des Freiwilligen ganz zurück, u. wird nur das Zufällige bezeichnet, nach Arist. Phys. 2, 6 von τύχη (namentlich ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου u. ἀπὸ τῆς τύχης) so unterschieden, daß es von willenlosen Dingen, bei denen keine Selbstbestimmung möglich ist, wie von Kindern, Thieren, auch ὁ τρίπους ἀπὸ τ. αὐτ. ἔπεσε gesagt wird; γίγνεσϑαι Dem. 1, 7; περιτυγχάνειν τινί Plat. Prot. 320 a; τὸ αὐτόματον od. ταὐτόματον, der Zufall, Lys. 6, 25 u. öfter; ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου Thuc. 2, 77; von selbst, ἥκει αὐτόματα πάντα τἀγαϑά Diphil. Ath. IX, 370 e; auch αὐτόματα ϑεὸς ἀνίει τἀγαϑά Cratin. Stob. ecl. eth. 103, 11; cf. Diogen. 3, 15; zufällig, Ggstz διδακτὸν καὶ ἐξ ἐπιμελείας Plat. Prot. 323 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 4; ἐκ ταὐτομάτου Pol. 10, 2; ϑάνατος αὐτόματος, natürlicher Tod, ohne andere Veranlassung, Lyc. 2, 29 u. sonst. – Adv. αὐτομάτως, von selbst; ungegründet, Theocr. 21, 26; zufällig; αὐτομάτην Diod. Sic. 2, 25. S. auch αὐτοματεί.
-
74 αὐτό-νεκρος
αὐτό-νεκρος, leibhaft todt, Alciphr. 3, 7.
-
75 αὐτό-ξενος
αὐτό-ξενος, Poll. 3, 59, von Bekk. in ἀστόξενος geändert.
-
76 αὐτό-δετος
αὐτό-δετος, selbst gebunden, Opp. Cyn. 2, 376.
-
77 αὐτό-δειπνος
αὐτό-δειπνος ( δεῖπνον), der sich selbst sein Essen mitbringt, Hesych.
-
78 αὐτό-δεκα
-
79 αὐτό-δικος
αὐτό-δικος ( δίκη), eigene Gerichtsbarkeit habend, sich selbst u. nach eigenen Gesetzen richtend, Thuc. 5, 18, Schol. δίκας μὴ μετάγοντες ἐς ὑπερορίους ἀνϑρώπους.
-
80 αὐτό-δαιτος
αὐτό-δαιτος (δαίνυμαι), τινός, selbst essend, Lycophr. 480.
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)